Με θέμα την πολιτική οικονομία του λαϊκισμού

 

Αντικείμενο την πολιτική οικονομία του λαϊκισμού είχε η συζήτηση – χθες το βράδυ – που οργάνωσε στον παράξενα φιλόξενο χώρο του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδας (παρέκβαση: το Μουσείο, οδηγός στην νομισματική ιστορία της χώρας, είναι αφ’ εαυτού κάτι που αξίζει να το γνωρίσει περισσότερος κόσμος. η δε πρωτοβουλία να διοργανώνονται δημόσιες συζητήσεις εκεί είναι μια καλοδεχούμενη διάσταση γνωριμίας) και που έφερε στο βήμα τον Ηλία Παπαϊωάννου του London Business School και τον Γιώργο Παλαιολόγο της Καθημερινής.

Στην αρκετά ταλαιπωρημένη έννοια του λαϊκισμού, των λαϊκίστικων πολιτικών – έννοια που πολιτικοί και δημοσιογράφοι τείνουν να χρησιμοποιούν με μια οιονεί ηθικολογική διάθεση, πάντως χωρίς αληθινή αναλυτική μέριμνα – ξενάγησε με διεθνή, Ευρωπαϊκή κυρίως, πυξίδα ο Ηλίας Παπαϊωάννου. Εξηγώντας πώς η οικονομική ανάπτυξη/ευημερία των μεταπολεμικών δεκαετιών, έφερε την δεκαετία του΄80 στο προσκήνιο τις πολιτικές της προσφοράς Ρέηγκαν/Θάτσερ. Αλλά και πώς  η δεκαετία εκείνη «έκλεισε» με δυο μεγάλες μεταβολές – που βέβαια πήραν τον χρόνο τους για να ξεδιπλωθούν: την αλλαγή υποδείγματος και το άνοιγμα στην Κίνα του Ντένγκ Χσιάο Πινγκ και την μετάβαση της άλλοτε Σοβιετικής Ένωσης στην μετα-την-γκλάσνοστ Γκορμπατσώφ περίοδο. Ακολούθησε η στροφή των Αμερικανών Δημοκρατικών επί Κλίντον και των Βρετανών Εργατικών επί New Labour/Τόνυ Μπλερ και της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας επί Γκέρχαρτ Σρέντερ στο υπόδειγμα ανοίγματος των αγορών και χρηματοπιστωτικής μεταρρύθμισης.

Εκεί, πλέον, το κύμα ανάπτυξης από την Κίνα μαζί και η άνοδος των αναπτυσσόμενων οικονομιών, φάνηκε ότι θα κρατούσε ψηλά διεθνές εμπόριο και κατανάλωση – όμως η ανισομερής διάσταση της ανάπτυξης (που δεν μελετήθηκε αρκετά, κυρίως όμως δεν μελετήθηκε έγκαιρα: ενδιαφέρον το mea culpa για την τάξη των οικονομολόγων) με την δημιουργία ευρύτατων στρωμάτων «χαμένων της ευημερίας», αλλά και οι δαταρακτικές επιπτώσεις της τεχνολογίας (οι οποίες επίσης διεύρυναν το χάσμα) είχε προετοιμάσει μια εύθραυστη ισορροπία. Που, όταν ήρθε η χρηματοπιστωτική κρίση – η οποία, πάντως σε επίπεδο των subprimes στις ΗΠΑ δεν ήταν παρά μια απόπειρα να «αγοραστεί» πολιτικά το περισσότερο πιεζόμενο κοινωνικό στρώμα όσων δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τους προπορευόμενους: δάνεια σε μη-δυνάμενους να τα εξυπηρετήσουν – έφερε δυσανάλογα μεγάλη διαταραχή.

Η νομισματική «απάντηση» της Fed(και σίγουρα της ECB) και η δημοσιονομική ανταπόκριση, «κυρίως αγόρασε χρόνο» και πάσχισε να αμβλύνει τις επιπτώσεις. Όμως δεν βράδυνε να υπάρξει κοινωνική αντίδραση, και μάλιστα προς δυο κατευθύνσεις: το κίνημα των Occupy (Wall Street, Harvard κλπ.) με σημαία την αναδιανομή, την φορολόγηση κοκ, που εν συνεχεία ήρθε στην Ευρώπη με το φαινόμενο των Πλατειών. αλλά και του Tea Party/των λαϊκών Ρεπουμπλικάνων, που έφερε εντέλει τον Τραμπ, ενώ στην Ευρώπη τον αστερισμό δυνάμεων από Λεπέν και Ορμπαν μέχρι UKIP/Brexit και Λέγκα/5 Αστέρια.

Σε αυτό, λοιπόν, το φόντο ουσίας και πολιτικής δημιουργήθηκε η αντι-ελίτ τάση όπου «εχθροί» ενός λαϊκιστικού ρεύματος – με έμφαση στο συναίσθημα/με απόσταση από τον ορθολογισμό, με την αναγωγή σε ταυτοτικά πολιτικά αντανακλαστικά, με περισσή αναφορά σε ηθικολογία και πολιτικές αξίες – αναγορεύονται διαδοχικά οι διανοούμενοι/οι πανεπιστημιακοί κύκλοι, τα μήντια, οι τράπεζες. Σε μια λογική «εκείνοι και εμείς».

Ενώ στην αναζήτηση του «τις πταίει»/ της ρίζας του προβλήματος συνήθως στοχοποιείται η παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογική αλλαγή, η ιδεολογική επικράτηση της λογικής της απορρύθμισης/deregulation. Για τον Παπαϊωάννου, το «σοκ» της Κίνας είναι εκείνο που έχει συμβάλει καθοριστικά στην δυσπιστία της κοινής γνώμης: μετά την είσοδο της Κίνας στον ΠΟΕ και την ανάδυση των άλλων αναπτυσσόμενων αγορών, ένας ολόκληρος κόσμος βιομηχανικών εργατών βρέθηκε να πλήττεται – χωρίς όμως διέξοδο είτε στην πρωτογενή παραγωγή, είτε στον τριτογενή τομέα. Η αίσθηση της ανισότητας έκανε το αντίστοιχο σε αστικούς πληθυσμούς. Όχι πάντα με αναλυτική ευκρίνεια, πάντως η κατακρήμνιση των φορολογικών οριακών συντελεστών (που το ΄60-΄70 ήταν στο 90% στις ΗΠΑ, στο 80% στην Μεγ. Βρετανία) έφερε εκείνο που μελέτησαν οι Piketty-Saez ως αίσθηση της ανισότητας.

Και η «αντίδραση με την ψήφο» υπήρξε η συνέπεια – από Brexit και Τραμπ μέχρι Λεπέν και AfD. Η διάσταση της μετανάστευσης – η και η ψευδαίσθηση της «μεταναστευτικής απειλής» π.χ. σε ΗΠΑ η Μεγ. Βρετανία – προσέθεσε στην πολιτική των ταυτοτήτων/identity politics την τελευταία ψηφίδα. Και έφερε κάτι που εισπράχθηκε ως ηθική απονομιμοποιηση του συστήματος.