Μιλώντας για βιομηχανία/μεταποίηση στο τέλος του 2018

 

Ήταν πριν ενάμιση χρόνο, που η «Ελληνική Παραγωγή» – το τότε νεόκοπο εγχείρημα/Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη – είχε παρουσιάσει, μαζί με το ΙΟΒΕ, στοχευμένη μελέτη για τον ρόλο της βιομηχανίας και μάλιστα της μεταποίησης στην εφεξής πορεία της Ελληνικής οικονομίας, καθώς η τελευταία βρίσκεται σε αναζήτηση της αληθινής επανεκκίνησης/reboot.

Ήδη, με την χώρα, την οικονομία, την δημόσια συζήτηση σε μεταΜνημονιακή πορεία (η οποία όμως ούτε εύκολη, ούτε ανέφελη, ούτε προπαντός αυτόματη αποδεικνύεται…) το ΙΟΒΕ κατάρτισε με την ίδια λογική πολύ πιο διεξοδική μελέτη «Προκλήσεις και προοπτικές του τομέα της μεταποίησης», μάλιστα προχωρώντας στην αναζήτηση για «Στρατηγικές παρεμβάσεις για ανάπτυξη». Προχώρησε, δηλαδή, πέρα από την ποσοτικοποίηση της συνεισφοράς της μεταποίησης, και σε διαχρονική παρακολούθηση και στην αναζήτηση τρόπων ώστε «να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα εμπόδια στην ανταγωνιστικότητά της». Και τούτο, την στιγμή που και η ίδια η ΕΕ στηρίζει την λογική μιας επαναβιομηχάνισης…

Πάλι, την εισαγωγική τοποθέτηση έκανε ο Μιχάλης Στασινόπουλος της ΒΙΟΧΑΛΚΟ – ως «Ελληνική Παραγωγή», αλλά και μέλος του Δ.Σ. του ΣΕΒ – επιμένοντας ότι η μεταποίηση οφείλει να «αποτελέσει έμπρακτα, και όχι απλώς διακηρυκτικά, εθνική προτεραιότητα». Την ίδια λογική υπηρέτησε – αν και με σαφώς λιγότερο θετική διατύπωση – η άποψή του ότι ο χώρος της μεταποίησης στην Κυβέρνηση δεν βρίσκει πάντα όχι απλώς συμπαραστάτες, αλλ’ ούτε καν συνομιλητές: καταρχήν κανείς εκπλήσσεται με την τοποθέτηση αυτή, άμα θυμηθεί ότι στο σημερινό κυβερνητικό σχήμα την ευθύνη για την βιομηχανία έχει ο Στέργιος Πιτσιόρλας, όχι ο Παναγιώτης Λαφαζάνης ή έστω ο Πάνος Σκουρλέτης. Άμα όμως συνειδητοποιηθεί ότι οι 5 θεματικές περιοχές, τις οποίες η μελέτη ΙΟΒΕ/Ελληνικής Παραγωγής επισημαίνει ως καίριες για την διεθνή ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, είναι το ενεργειακό κόστος (μέση τιμή φορτίου βάσης 30% υψηλότερη από μέσο όρο ΕΕ) η φορολογία/οι αποσβέσεις (από τα δυσμενέστερα καθεστώτα στην ΕΕ, σκλήρυνε μετά το 2013), το μη-μισθολογικό κόστος (41% σ’ εμάς έναντι 34,3% στην ΕΕ), η χρηματοδότηση (υπερδιπλάσια επιτόκια, αλλά και υποχώρηση μεριδίου στο ΠΔΕ από 33% σε 9%) και ζούγκλα αδειοδότησης, τότε βλέπει εύκολα το πρόβλημα.

Οι ενδείξεις για βελτίωση των προοπτικών της μεταποίησης, που θέτει στο τραπέζι η μελέτη δείχνουν ότι όντως θα άξιζε ως συγκροτημένη πολιτική επιλογή μια οργανωμένη προώθηση του ρόλου της. Δείτε: κατά το ΙΟΒΕ, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της μεταποίησης μειώθηκε μεν σημαντικά το 2009-14 (κατά 26,6%), πλην όμως στην περίοδο 2014-17 αυξάνεται η οποία αισθητά (κατά 3%, έναντι 0,4% στο σύνολο της οικονομίας). Η απασχόληση στην ίδια περίοδο 2009-14 κατέρρευσε (χάθηκαν 162.000 θέσεις εργασίας), αλλ’ έκτοτε έχουμε ανάκαμψη της απασχόλησης (κατά 13% , υπερδιπλάσια του συνόλου της οικονομίας, στο 6%). Ακόμη πιο σημαντικό, οι επενδύσεις στην μεταποιηση διατηρήθηκαν περίπου σταθερές κατά την διάρκεια της κρίσης, ενώ κατέρρευσαν κατά 50% στο σύνολο της οικονομίας.

Όταν λοιπόν η μεταποίηση αυξάνει μεν στην Ελλάδα το μερίδιο συμμετοχής στο ΑΕΠ (από 8,1% το 2015 σε 8,7% το 2017), πάντως παραμένει στις τελευταίες θέσεις σε επίπεδο ΕΕ, και την ίδια στιγμή οι εξαγωγές του κλάδου αυξάνουν με ρυθμό 5% τον χρόνο σ’ όλο το διάστημα 2009-17 (στα τρόφιμα και τα βασικά μέταλλα, μάλιστα, η τελευταία τριετία έδωσε +26%), τότε ένα «ποντάρισμα» στην μεταποίηση φαίνεται περισσότερο παρά λογικό. Η μετάβαση από την διαπίστωση στην πρακτική παραμένει – για μιαν ακόμη φορά – το ζητούμενο.