Οικονομική Επιθεώρηση, Νοέμβριος 2021, τ.1012
ΕΛΛΆΔΑ 1821 – 2021 • ΚΎΠΡΟΣ του Χρήστου Αναγνωστόπουλου*
Στην Κύπρο, οι «φωνές» για σύσταση Υφυπουργείου Αθλητισμού ολοένα και αυξάνονται. Χωρίς να έχουν κατατεθεί ξεκάθαρα και συγκεκριμένα πλεονεκτήματα που η προτεινόμενη θεσμική αλλαγή θα επιφέρει, η πρόταση, από μόνη της, είναι ενδιαφέρουσα. Στην
Ελλάδα, η οποία διαθέτει τέτοιο υφυπουργείο, οι θεσμικές αλλαγές που συντελούνται στο ευρύτερο αθλητικό οικοσύστημα είναι πρωτοφανείς. Ας δούμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Οι οργανισμοί (κατά κύριο λόγο, οι ομοσπονδίες) οι οποίοι υπηρετούν τον αθλητισμό απολαμβάνουν μια μοναδική αυτονομία η οποία θεμελιώνεται πάνω στον ιδιαίτερο ρόλο και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Πράγματι, η ικανότητα του αθλητισμού να συνεισφέρει
(άμεσα ή έμμεσα) σε θέματα υγείας, εκπαίδευσης, κοινωνικής ενσωμάτωσης και πολιτισμού έχει εξασφαλίσει στους αθλητικούς οργανισμούς το διαχρονικό δικαίωμα να αυτοοργανώνονται, να αυτοδιοικούνται και, κατ’ επέκταση, να αυτορρυθμίζονται. Τί σημαίνει, όμως, αυτό στη πράξη;
Η κρατική εξουσία (δηλαδή η κυβέρνηση) εμφανίζεται να ανέχεται κατώτερες μορφές εξουσίας (δηλαδή αθλητικούς φορείς) να αναλαμβάνουν δράση σε έναν τομέα (βλέπε αθλητισμό) και να επιτρέπει σε αυτές τις μορφές εξουσίας να εμφανίζονται ως εκδοχείς μιας αρμοδιότητας (δηλαδή, διακυβέρνηση). Στην περίπτωση του αθλητισμού, αυτό συμβαίνει λόγω του γεγονότος ότι άνθρωποι
εντός αθλητικών οργανισμών γνωρίζουν καλύτερα τα προβλήματα του αθλητισμού και τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Η διακυβέρνηση, λοιπόν, αναφέρεται στην ανάδυση νέων «δρώντων» έξω από τη γνωστή αρένα της πολιτικής και στην ισότιμη εμπλοκή τους στην παραγωγή πολιτικών και κανόνων ρύθμισης. Στην περίπτωσή μας, εντός του αθλητικού οικοσυστήματος.
Έλλειμμα νομιμότητας
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, πολλοί αθλητικοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν «έλλειμμα νομιμότητας» λόγω των αλλεπάλληλων σκανδάλων που σχετίζονται με ζητήματα διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και αβλεψιών, θέτοντας έτσι την αυτονομία τους υπό αμφισβήτηση. Στην
ουσία, αυτό που προκαλεί «έλλειμμα νομιμότητας» στο πλαίσιο των αθλητικών οργανισμών είναι ότι αυτοί (φυσικά, υπάρχουν και τρανταχτές εξαιρέσεις) δεν κατάφεραν να αντεπεξέλθουν επαρκώς στις προκλήσεις που επέφερε η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση και
η συνεπακόλουθη πολυπλοκότητα του αθλητισμού, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην ποιότητα διακυβέρνησης των ίδιων των αθλητικών οργανισμών. Ας μην ξεχνάμε ότι η πρόσφατη έρευνα που έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος «Παρατηρητήριο Αθλητικής Διακυβέρνησης Εθνικών Ομοσπονδιών» κατέδειξε την Κύπρο ως τη χώρα που παρουσιάζει «ακραία αρνητική τιμή» (27%) και στις τέσσερις διαστάσεις της «χρηστής» διακυβέρνησης. Προκαταρκτικά αποτελέσματα –που ο υπογράφων παρουσίασε στη Θεσσαλονίκη τον Δεκέμβρη του 2020 στο πλαίσιο των εργασιών του 20ού Πανελλήνιου Συνεδρίου Διοίκησης Αθλητισμού και Αναψυχής– κατέδειξαν τα επίπεδα διακυβέρνησης των αθλητικών ομοσπονδιών της Ελλάδος ακόμη χαμηλότερα (23%).
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, οι δημόσιοι φορείς έχουν αρχίσει να εκφράζουν όλο και πιο έντονα τη δυσαρέσκειά τους για τη διακυβέρνηση των αθλητικών οργανισμών. Πράγματι, τουλάχιστον στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, αλλά και στην Κυπριακή Δημοκρατία, δεν υπήρξε κυβέρνηση που να μην προσπάθησε να παρέμβει στη διακυβέρνηση των αθλητικών οργανισμών, διατεινόμενη παράλληλα ότι σέβεται την αυτονομία του αθλητισμού. Ας μην λησμονούμε ότι ο αθλητισμός αποτελεί ένα σύνθετο και σημαντικό κοινωνικό
και οικονομικό φαινόμενο που επηρεάζει τους στρατηγικούς στόχους των κρατών. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές παρεμβάσεις έχουν λογική. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι εθνικές κυβερνήσεις για να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους αναφορικά με τον αθλητισμό συνήθως παίρνουν τη μορφή ηθικής πίεσης ή απειλής ρύθμισης που πρακτικά μεταφράζεται σε «μόχλευση χρηματοδότησης».
Μεταδιακυβέρνηση
Αν δούμε την περίπτωση τόσο της Ελλάδας όσο και αυτής της Κύπρου, είμαστε μάρτυρες της πρώτης ουσιαστικής (κατ’εμέ) «μεταδιακυβέρνησης» του ελληνικού αθλητισμού. Τι σημαίνει όμως «μεταδιακυβέρνηση»;
Κατά κάποιον τρόπο, η μεταδιακυβέρνηση είναι μια έννοια που αμφισβητεί τις αξίες, τους κανόνες, τις αρχές και παραδείγματα/ιδεολογίες που υποστηρίζουν τα νυν συστήματα διακυβέρνησης. Εκλαμβάνεται ως μια ανακλαστική αναμόρφωση που προκαλείται από την αναποτελεσματική διακυβέρνηση, την κακοδιαχείριση, την κατακερματισμένη επικοινωνία και τη δυσπιστία σε συμπεριφορές βασικών «δρώντων» της διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, αναφέρεται στη «διακυβέρνηση της διακυβέρνησης» και στην «οργάνωση των συνθηκών της αυτοοργάνωσης». Όλα αυτά σε συστήματα σύνθετα και πολύπλοκα. Ο σύγχρονος αθλητισμός, άλλωστε, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ενός πολύπλοκου συστήματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από τη συνεχή αλληλεπίδραση οργανισμών και άλλων ομάδων συμφερόντων που εργάζονται και δραστηριοποιούνται τόσο εντός όσο και εκτός των οργανισμών αυτών.
Η μεταδιακυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο καταλληλότερος τρόπος για τον έλεγχο τέτοιων (πολύπλοκων) δικτύων διακυβέρνησης είναι η «καθοδήγηση». Αυτό σημαίνει ότι, μέσω μιας σειράς περισσότερο ή λιγότερο λεπτών και έμμεσων μορφών διακυβέρνησης, οι πολιτικοί επιδιώκουν να διαμορφώσουν τις ελεύθερες ενέργειες των φορέων του δικτύου σύμφωνα με έναν αριθμό προκαθορισμένων γενικών διαδικαστικών προτύπων και ουσιαστικών στόχων. Ό,τι προσπαθεί να προσφέρει ο Κώδικας Χρηστής Διακυβέρνησης για τις αθλητικές ομοσπονδίες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κώδικες διακυβέρνησης
Αναφορικά με αυτήν την τάση για «κωδικοποίηση» της διακυβέρνησης, έχει αξία να παραθέσουμε τρία σημεία, που είναι σημαντικά, αλληλεξαρτώμενα και με πρακτική χρησιμότητα:
❚ Οι κώδικες διακυβέρνησης μπορούν να θεωρηθούν ως μηχανισμός ή εργαλείο της ευρύτερης ατζέντας εκσυγχρονισμού (ή «μεταδιακυβέρνησης») που επιδιώκει να επηρεάσει τη δομή και τη λειτουργία των αθλητικών οργανισμών.
❚ Σε πρώτη φάση, η κωδικοποίηση οδηγεί σε πρακτικές λογοδοσίας προς τους δημόσιους χρηματοδότες, ενώ σε δεύτερη φάση οι κώδικες
εξελίσσονται σε θεσμική δύναμη και γίνονται δεδομένοι, διαμορφώνοντας έτσι τη συμπεριφορά εντός των αθλητικών οργανισμών. Με άλλα λόγια, γίνονται μέρος της οργανωσιακής κουλτούρας.
❚ Υπογραμμίζεται, ωστόσο, ότι κάποια μέλη του συμβουλίου των αθλητικών οργανισμών, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντιλαμβάνονται τους κώδικες χρηστής διακυβέρνησης ως ανασταλτικό παράγοντα για την αυτονομία του συμβουλίου. Ενώ, δηλαδή, οι κώδικες αποτελούν πηγή πληροφοριών και καθοδήγησης, ταυτόχρονα μπορούν να αναστείλουν τη λήψη αποφάσεων και να επιβάλουν συγκεκριμένες δομές και τρόπους σκέψης.
Κρίνεται απαραίτητο, εντούτοις, η άσκηση της χρηστής διακυβέρνησης (δηλαδή η πρακτική εφαρμογή της) να βασίζεται σε αρχές και δείκτες που έχουν θετικό αντίκτυπο στους οργανισμούς στους οποίους εφαρμόζονται. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Σημαίνει ότι πρέπει
να προσεγγίσουμε την άσκηση της χρηστής διακυβέρνησης όχι ως αυτοσκοπό, αλλά ως μια ατέρμονη προσπάθεια η οποία θα αποσκοπεί στην επίτευξη της χρηστής διακυβέρνησης∙ θα είναι, δηλαδή, το «μέσο» για την κατάκτησή της. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε τις γραφειοκρατικές πρακτικές, τους κανόνες και τις διαδικασίες ως χρηστή διακυβέρνηση όταν έχουν θετικό αντίκτυπο στη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα των αθλητικών οργανισμών, καθώς και όταν αντιστέκονται στην υιοθέτηση ανήθικων πρακτικών από διοικητικά στελέχη των οργανισμών αυτών.
Χίλων
Στη Κύπρο, ωστόσο, δεν είναι μόνο ο Κώδικας Χρηστής Διακυβέρνησης, αλλά και μια σειρά λοιπών σχεδίων που σχετίζονται με αυτόν, όπως τα κριτήρια αξιολόγησης –και ως αποτέλεσμα, χρηματοδότησης– των αθλητικών ομοσπονδιών. Ένα αντίστοιχο πρόγραμμα με το ελληνικό «ΧΙΛΩΝ», που σύντομα θα ολοκληρώσει ο Κυπριακός Οργανισμός Αθλητισμού. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Ελλάδα και η Κύπρος δείχνουν να συμπορεύονται σε αυτό που αποκαλούμε «μεταδιακυβέρνηση», βασιζόμενες και στα τριετή Μνημόνια Συνεργασίας που ανελλιπώς συνυπογράφουν οι δύο χώρες.
Ας μην λησμονούμε ότι η πρόσφατη αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου στην Ελλάδα περί αρχαιρεσιών των αθλητικών φορέων, η δημιουργία του μητρώου αθλητικών σωματείων, το πρόγραμμα «ΧΙΛΩΝ», η Εθνική Πλατφόρμα Αθλητικής Ακεραιότητας, κ.ά. αποτελούν μια δέσμη μεταδιακυβέρνησης. Για πρώτη φορά, λοιπόν, τόσο η κυβέρνηση στην Ελλάδα όσο και η ηγεσία του κυπριακού αθλητισμού, έχοντας αυτόν τον «μεταδιακυβερνητικό ρόλο», παρέχουν τους κανόνες της αθλητικής διακυβέρνησης, διασφαλίζοντας τη συμβατότητα
μεταξύ των διαφορετικών μηχανισμών της, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την οργανωτική γνώση και πληροφόρηση βάσει της οποίας διαμορφώνονται (αθλητικές) προσδοκίες. Θεωρώ ότι η μεταδιακυβέρνηση στον αθλητισμό έχει ήδη ξεκινήσει τόσο στην Κύπρο όσο και
στην Ελλάδα.
* Ο Δρ Χρήστος Αναγνωστόπουλος είναι αναπληρωτής κοσμήτορας της Σχολής Διοίκησης Επιχειρήσεων στο University of Central Lancashire Κύπρου. Αρθρογραφεί επί θεμάτων που αφορούν τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση και την επιχειρηματικότητα στον αθλητισμό.