Η γαλλοϊταλική προσέγγιση

Μια νέα συνθήκη Παρισίων-Ρώμης ανατρέπει την πολιτική σκηνή στην Ευρωπαϊκή Ένωση

 

Ο κατάλογος εκείνων γύρω από τα οποία Γαλλία και Ιταλία βρέθηκαν να διαπληκτίζονται τη δεκαετία που μας πέρασε περιλαμβάνει από σημαντικά μέχρι και ανόητα ζητήματα. Ο Νικολά Σαρκοζί και ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι τσακώνονταν για τους μετανάστες που περνούσαν από την Ιταλία στη Γαλλία. Όταν τα «Κίτρινα Γιλέκα» αναδύθηκαν στη Γαλλία, ο Λουίτζι Ντι Μάιο –τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στη Ρώμη– τους πρόσφερε στήριξη στις διεκδικήσεις τους για φθηνότερη βενζίνη: «Ο άνεμος της αλλαγής πέρασε τις Άλπεις», ήταν η διατύπωσή του. Η απάντηση της Γαλλίας ήταν να ανακαλέσει, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, τον πρέσβη της στο Παρίσι από την άλλη πλευρά των Άλπεων. Στη Λιβύη, τη Γαλλία και την Ιταλία βρέθηκαν να στηρίζουν αντίθετες πλευρές σε έναν εμφύλιο που διεξάγεται στο κατώφλι της Ευρώπης. Υπήρξε μάλιστα και περίπτωση Ιταλού υπουργού που παραπονέθηκε ότι οι Γάλλοι επιχειρούν να διεκδικήσουν τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι ως Γάλλο – και μάλιστα ότι έγραφαν προσβλητικά λάθος το όνομά του.

Τη χρονιά που πέρασε οι αντιδικίες αυτού του τύπου εξαφανίσθηκαν. Τους διπλωματικούς διαξιφισμούς διαδέχθηκαν φιλικά δείπνα. Τον Σεπτέμβριο ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι συνέχιζαν και μετά τα μεσάνυχτα τετράωρη συνάντηση που είχαν στο εστιατόριο Le Petit Nice της Μασσαλίας (τιμημένο με τρία αστέρια του Οδηγού Michelin), το οποίο προσφέρει μενού στα 590 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κρασιών. Η εποχή της λαϊκίστικης ανακίνησης ζητημάτων από Ιταλούς πολιτικούς στη γαλλική πολιτική σκηνή είναι υπόθεση του παρελθόντος: την αντικατέστησε η εκδήλωση δυναμικής συμφωνίας μεταξύ Ντράγκι και Μακρόν. Προκειμένου να θεμελιωθούν ακόμη καλύτερα οι ήδη βελτιωμένες σχέσεις, οι Μακρόν και Ντράγκι υπέγραψαν μια πολυαναμενόμενη γαλλοϊταλική συνθήκη που καλύπτει πλήθος τομέων – από την ενιαία προσέγγιση της άμυνας και την αντιμετώπιση της μετανάστευσης μέχρι και κίνητρα προς τη νεολαία να γνωρίσει την belle France ή την dolce vita.

Ως πρότυπο είχε επιλεγεί η Συνθήκη των Βερσαλλιών, που υπογράφηκε το 1963 μεταξύ των κυβερνήσεων Γαλλίας και Γερμανίας και δημιούργησε έκτοτε τον βασικό σκελετό των σχέσεων μεταξύ των χωρών από τις δύο όχθες του Ρήνου. Αυτού του είδους οι συγκρίσεις μπορεί βέβαια να ακούγονται κάπως υπερβολικές: το να ξεπεραστεί η πυρκαγιά ενός πολέμου που συντάραξε την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι κάτι πολύ βαρύτερο από το να διορθωθούν μερικές αντιδιπλωματικές διπλωματικές αστοχίες. Όμως, μια τέτοια άποψη θα παρέβλεπε την ταχύτητα και τον κυνισμό που είχε οδηγήσει στην υπογραφή της Συνθήκης των Ηλυσίων. Ο Σαρλ ντε Γκολ είχε θεωρήσει εκείνο το κείμενο ως μοχλό προκειμένου να αποκολληθεί η Γερμανία από τις ΗΠΑ: δεν είχε καν γίνει μνεία της κυοφορούμενης συνθήκης όταν –πριν από μόλις έναν μήνα– είχε υπάρξει συνάντηση Κορυφής των ηγετών Γαλλίας και Γερμανίας. Ήταν μάλιστα τόση η σπουδή να προχωρήσει η Συνθήκη των Ηλυσίων, ώστε Γερμανός διπλωμάτης έτρεχε στο κατάστημα της Hermès στο Παρίσι για να προμηθευθεί έναν επαρκώς εντυπωσιακό δερμάτινο φάκελο για τις υπογραφές.

Η αλήθεια είναι ότι παρόμοιες συνθήκες συχνά αφορούν κάτι το διαφορετικό από τον διακηρυγμένο στόχο τους. Αν η γαλλογερμανική συνθήκη αφορούσε στην πραγματικότητα την Αμερική, η τωρινή γαλλοϊταλική αφορά τη Γερμανία. Τουλάχιστον αυτό το συμπέρασμα βγάζουν αξιωματούχοι άλλων χωρών που παρατηρούν την κατάσταση. Στη νέα γερμανική κυβέρνηση, καθένα από τα κόμματα που τη συναπαρτίζουν πρεσβεύει κάτι που ανησυχεί τη Γαλλία: η αμυντική εφεκτικότητα των Σοσιαλδημοκρατών, η ροπή των Φιλελευθέρων προς τη λιτότητα, ή πάλι η βίαιη αντίθεση των Πρασίνων προς ό,τι έχει να κάνει με την πυρηνική ενέργεια. Η Γαλλία χρειάζεται εναλλακτικές – και η Ιταλία αποτελεί κάτι τέτοιο.

Μια προοπτική για γαλλοϊταλική σύνδεση προέκυψε ήδη το 2020, οπότε η από κοινού προώθηση της έννοιας της αμοιβαιοποίησης χρέους στην ΕΕ –όνειρο για Γαλλία και Ιταλία, εφιάλτης για τη Γερμανία– ανάγκασε το Βερολίνο να εγκαταλείψει την παραδοσιακή του αντίθεση προς μια τέτοια ιδέα. Η αποχώρηση των Χριστιανοδημοκρατών της Άνγκελα Μέρκελ από την κυβέρνηση στο Βερολίνο επαναρευστοποίησε τις σχέσεις ισχύος εντός της ΕΕ. Πάντως, όση βελτίωση κι αν επέλθει στις σχέσεις Γαλλίας-Ιταλίας, βασικός σύμμαχος της Γαλλίας θα παραμείνει η Γερμανία. Κάθε συμφωνία που προκύπτει να είναι αποδεκτή σε Γαλλία και Γερμανία είναι πιθανότερο να είναι αποδεκτή και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, ενώ μια συμφωνία αποδεκτή από Γαλλία και Ιταλία θα χρειάζεται να παλέψει για να βρει υποστηρικτές πέραν της Μεσογείου. Κάθε μεγάλη μετακίνηση πολιτικής στην ΕΕ απαιτεί επιμονή Γαλλίας και Ιταλίας – δεν παύει όμως να χρειάζεται και την άδεια της Γερμανίας.

Πάντως, η πλέον πιθανή επίπτωση της συνθήκης θα είναι για πιο ισορροπημένη σχέση μεταξύ των τριών μεγαλύτερων χωρών της ΕΕ. Η Γερμανία είναι το μεγαλύτερο μέλος της ΕΕ και η Γαλλία το πολιτικά πιο δυναμικό, τουλάχιστον επί εποχής Μακρόν. Όμως η Ιταλία μπορεί να αποδειχθεί ότι θα έχει τώρα τη μεγαλύτερη σημασία: το κατά πόσον η χώρα αυτή –με την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ– θα κατορθώσει να επανέλθει μετά από δεκαετίες σε τροχιά ουσιαστικής ανάπτυξης είναι κάτι που θα καθορίσει την οικονομική υγεία όλης της ΕΕ. Το πώς η Ιταλία θα διαχειριστεί τη μετά Ντράγκι εποχή τη στιγμή που οι δημοσκοπήσεις αφήνουν να φανεί ότι σχεδόν οι μισοί Ιταλοί ψηφοφόροι θα στηρίξουν τη Λέγκα (σκληρή Δεξιά), τους Αδελφούς της Ιταλίας (ακόμη πιο Δεξιά) και τη Φόρτσα Ιτάλια (το όχημα του πάντα παρόντος Σίλβιο Μπερλουσκόνι) θα επηρεάσει σημαντικά την πολιτική κατάσταση στην ΕΕ συνολικά. Μια Ιταλία ικανή να επηρεάσει ουσιαστικά τις συζητήσεις στην ΕΕ –όπως π.χ. για την καθιέρωση χαλαρότερων κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας ή για την υπόθεση της μετανάστευσης– θα είναι και η ίδια σε καλύτερη κατάσταση ως προς την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.

 

Η χρησιμότητα των συνθηκών

[…] Όταν η Ιταλία προετοιμαζόταν να προσέλθει στην Ευρωζώνη, ο Μάριο Ντράγκι –τότε στο Υπουργείο Οικονομικών της χώρας– είχε χρησιμοποιήσει τη λογική του il vincolo esterno: η εξωτερική διασύνδεση της Ιταλίας σε μια νομισματική ένωση θα απέτρεπε τον αυτοτραυματισμό από προβλήματα όπως ο υψηλός πληθωρισμός. Ήδη τεχνοκρατικός πολιτικός αντί πολιτικοποιημένος τεχνοκράτης, ο Ντράγκι ακολουθεί μια αντίστοιχη προσέγγιση ως επικεφαλής της κυβέρνησης: η Ιταλία μεγιστοποίησε τους πόρους 190 δισ. ευρώ που αναμένει από το Ταμείο Ανάκαμψης σε 750 δισ. ευρώ, με το να δεσμευθεί για μεταρρυθμίσεις που θα χρειαστούν χρόνια προκειμένου να υλοποιηθούν. Άμα η Ιταλία θέλει αυτά τα κονδύλια, τότε θα πρέπει να συνεχίσει να ακολουθεί τις πολιτικές Ντράγκι, ανεξαρτήτως ποιος θα κρατάει το πηδάλιο.

Η συνθήκη με τη Γαλλία εισάγει πρόσθετους περιορισμούς. Τόσο ο Εμ. Μακρόν όσο και ο Μ. Ντράγκι γνωρίζουν ότι δεν θα είναι αιώνιοι. Την άνοιξη του 2022 ο πρώτος αντιμετωπίζει προεδρικές εκλογές, ενώ ο δεύτερος ακόμη δεν έχει διευκρινίσει αν θα συνεχίσει στην πρωθυπουργία ή αν θα επιχειρήσει να γίνει πρόεδρος της Ιταλίας υπεριπτάμενος της πολιτικής σκηνής – λιγότερο ως πολιτικός και περισσότερο ως Άγιος Μάριο, προστάτης της αξιοπιστίας των αγορών ομολόγων. […]

Βέβαια, οι συνθήκες δεν είναι αιώνιες. Όταν είχε πλέον υπογραφεί η Συνθήκη των Ηλυσίων το 1963, ο ντε Γκολ είδε τις ελπίδες του να χωρίσει τη Γερμανία από τις ΗΠΑ όταν το γερμανικό Κοινοβούλιο, επικυρώνοντας, πρόσθεσε ενθουσιώδη αφιέρωση στο ΝΑΤΟ. Ο Στρατηγός είχε πει: «Οι συνθήκες είναι σαν τα κορίτσια και τα τριαντάφυλλα: διαρκούν όσο διαρκούν». Μερικές φορές, πάντως, διαρκούν πολύ.