ΕλληνοΤουρκικά: ειδησεογραφία, προπαγάνδα, παραπληροφόρηση – μια συζήτηση (Β)

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

Αν χθες είδαμε δυο δημοσιογράφους – τον Μανώλη Κοττάκη και τον Πάρι Καρβουνόπουλο – να μοιράζονται με τους φοιτητές του Μεταπτυχιακού Δημοσιογραφίας και Επικοινωνίας του ΑΠΚΥ εμπειρίες και απόψεις για την προσέγγιση των ΕλληνοΤουρκικών από τα μέσα ενημέρωσης, σήμερα θα προχωρήσουμε στην ματιά στελεχών από τον πυρήνα του Κράτους.

Πρώτος, ο υποναύαρχος ε.α. Στέλιος Φενέκος, με θητεία σε σειρά θέσεων στο Πολεμικό Ναυτικό, Διευθυντής Διεθνών Σχέσεων και Αμυντικής Πολιτικής και αναπληρωτής Εθνικός Αντιπρόσωπος ΣΕ/ΝΑΤΟ, με πολύκροτη παραίτηση το 2013 μετά από σύγκρουση με τον Βαγγέλη Βενιζέλο ως ΥΠΕΘΑ (με θέμα τις μισθολογικές περικοπές στις Ένοπλες Δυνάμεις αλλά και την προμήθεια των Γερμανικών υποβρυχίων), έχει αρκετές φορές τοποθετηθεί δημόσια τα τελευταία χρόνια – με μια περίοδο συμμετοχής στο ΠΟΤΑΜΙ αλλά και την δημιουργία της κίνησης «Κοινωνία Αξιών». Κατέγραψε ο Στ. Φενέκος – μιλώντας για «Προπαγάνδα και αλφαβητισμό στα Μέσα και τους Θεσμούς» – τις παγίδες που θέτει η παρουσίαση των γεγονότων και η στρέβλωση της αλήθειας στις δημόσιες συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική. Θύμισε που κατέληξε η (μεσοπολεμική) Γερμανική αντίληψη περί προπαγάνδας ως «επιλογής της αλήθειας εκείνης, που υπηρετεί έναν σκοπό». Παραδέχθηκε ότι ο δημοσιογράφος – ιδίως σε εποχές κρίσης – βρίσκεται μπροστά σε συγκρούσεις εσωτερικές, ωστόσο αναγνώρισε ότι η πραγματικότητα της δημοσιογραφικής κάλυψης των θεμάτων ΓΕΕΘΑ κατά κανόνα κινείται με προσοχή και πίστη στην αλήθεια των γεγονότων. Τόνισε όμως και την ανάγκη να έχουν όλοι όσοι ασχολούνται με τα αμυντικά θέματα – στα μέσα ενημέρωσης, αλλά και στους ίδιους τους θεσμούς – προωθημένη αντίληψη του πώς καλύπτονται αυτά τα ζητήματα, δηλαδή «αλφαβητισμό» που μόνος εγγυάται άμυνα κατά των μορφών παραπλάνησης.

Με την σειρά της, η Αντιστράτηγος ε.α. Ζαχαρούλα Τσιριγώτη, η πρώτη γυναίκα που έφθασε στην κορυφή της ιεραρχίας στα Σώματα Ασφαλείας, παρουσίασε την εμπειρία από την «κρίση του Μεταναστευτικού και την παραπληροφόρηση για την ένταση στα σύνορα με την Τουρκία». Συνέκρινε τα γεγονότα της κρίσης του 2013 /την δημιουργία και το κλείσιμο του «Βαλκανικού διαδρόμου» και εκείνα της Καθαράς Δευτέρας του 2020 στον Έβρο, όταν δημιουργήθηκε το πιο επικίνδυνο πεδίο αντιπαράθεσης Ελλάδας-Τουρκίας. Ζήτησε με έμφαση να αναδειχθεί η ανάγκη της διασταύρωσης πληροφοριών, καθώς υπήρξε πολύ συχνά όχι απλώς παραπληροφόρηση αλλά κατευθυνόμενη πληροφόρηση στα πλαίσια μιας λογικής «ασύμμετρου πολέμου». Παραδέχθηκε πάντως ότι τα διεθνή ιδίως ΜΜΕ δεν είναι πάντα εύκολα, ή και εφικτό καν, να έχουν πρόσβαση σε διασταυρωμένα στοιχεία: όταν, δε, δημιουργηθεί μια αντίληψη στην διεθνή κοινή γνώμη, στην συνέχεια δύσκολα μεταβάλλεται (Συγκρίνοντας τις κρίσεις του 2013 και του 2020, επεσήμανε την διαφορά ότι την πρώτη φορά υπήρχε επικοινωνία Ελλάδας-Τουρκίας, ενώ την δεύτερη είχε διακοπεί πλήρως).

Τις κεντρικές τοποθετήσεις του Στρογγυλού Τραπεζιού συμπλήρωσε ο Γιάννης Μανδαλίδης, Κωνσταντινοπολίτης στην καταγωγή και δημοσιογράφος των ψηφιακών Μέσων του ΔΟΛ, ο οποίος παρουσίασε το πώς περιγράφεται «η Ελλάδα στα Τουρκικά Μέσα Ενημέρωσης: Προπαγάνδα, αντικειμενικότητα και αντιλήψεις». Περιέγραψε μιαν κίνηση εκκρεμούς στις τελευταίες δεκαετίες, που όμως αυτήν την φορά βρίσκεται στο χειρότερο/επικινδυνωδέστερο σημείο μετά την δεκαετία του΄50 και την εισβολή στην Κύπρο: η κίνηση όμως αυτή του εκκρεμούς (από το ούζο γειτόνων ή το ζεϊμπέκικο επισήμων μέχρι την κρίση) την οποία οδηγεί περισσότερο παρά ακολουθεί ο Τύπος και τα ηλεκτρονικά Μέσα, αποτελεί εν πολλοίς μια εκδήλωση της αντίληψης – στην Τουρκική παράδοση – της σχέσης με τον Άλλο, τον Έτερο. Ρόλο στον οποίο σταθερά βρίσκεται ο Έλληνας: αυτό άλλωστε εξηγεί και το πώς παρατηρείται μια σύγκλιση σ’ όλο το πολιτικό φάσμα της Τουρκίας. Θύμισε επίσης ο Γ. Μανδαλίδης ότι τέσσερα μεγάλα συγκροτήματα μήντια στην Τουρκία έφθασαν – ορισμένες φορές εκτοπίζοντας τις παλιότερες, παραδοσιακές ιδιοκτησίες – να βρίσκονται στην άμεση επιρροή του καθεστώτος Ερντογάν, κυρίως όμως ότι ήδη από την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού κράτους από εποχής Κεμάλ, η έννοια του κοντινού προς την Κυβέρνηση, το δοβλέτι και τις επιλογές του, δηλαδή του καθεστωτικού Τύπου έχει βαθιές ρίζες.

Εκείνο που η συζήτηση ανέδειξε – τόσο μεταξύ των συμμετεχόντων στο Στρογγυλό Τραπέζι, όσο και με ερωτήσεις απ’ όσους παρακολούθησαν και συντονίστηκαν, ήταν ότι η δημοσιογραφική προσέλευση στο πεδίο των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας – ιδίως σε εποχές έντασης και κρίσης – προκαλεί στον δημοσιογράφο σκληρά διλήμματα. Έννοιες όπως των «εθνικών θεμάτων» (που δύσκολα θα τις βρει κανείς σε άλλες χώρες, πάντως της Δύσης, μετά τον Μεσοπόλεμο) φορτώνουν δυσάρεστα την συζήτηση, ενώ η αντίληψη περί απορρήτου (όπως μάλιστα αυτό πολλές φορές έρχεται να αναζητήσει τον δημοσιογράφο, έτσι όπως από εσωτερικές πολιτικές ή/και ιεραρχικές διαφωνίες μέχρι και από σύγκρουση συμφερόντων, π.χ. εξοπλιστικών) λειτουργεί στρεβλωτικά όσον αφορά την ίδια την αναζήτηση των γεγονότων, των «σκληρών» στοιχείων. Αρχές όπως της διασταύρωσης των στοιχείων είναι εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθούν, ενώ η προσπάθεια καθοδήγησης του αφηγήματος από τις αρχές αποτελεί μια παγίως επανερχόμενη σταθερά. Αποτέλεσμα: όποιος δημοσιογράφος κινηθεί στον χώρο αυτό βρίσκεται μπροστά σε πιο προκλητικές συνθήκες, όπου η τελικά μόνη άμυνα είναι οι εσωτερικές αντοχές του. όσον αφορά, δε, το κοινό/τον λήπτη του μηνύματος και της ανάλυσης, αυτόν χρειάζεται να γνωρίζει («εγγραμματισμός») τους κώδικες που επικρατούν στην κάλυψη αυτών των θεμάτων – μέσα στην βουή αλλά και τις σιωπές/αποκρύψεις. Όσο για την ίδια την έννοια του καθεστωτικού Τύπου, των κοντινών στις κυβερνητικές θέσεις Μέσων, και η σημερινή Ελληνική πραγματικότητα δεν επιτρέπει στους Έλληνες συνομιλητές (και δημοσιογράφους…) αίσθηση υπεροχής, αλλά και η παλιότερη ιστορία – με τον Δημήτριο Λαμπράκη/το «Ελεύθερον Βήμα» και τα «Αθηναϊκά Νέα» στο ξεκίνημά τους να δηλώνουν ευθέως ότι στόχο είχαν την στήριξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και τον Γεώργιο Βλάχο της «Καθημερινής» σε αντίστοιχο ρόλο των Λαϊκών/Κωνσταντινικών – δεν πρέπει να λησμονείται.