Ένας Προϋπολογισμός αυτοσυγκράτησης με φόντο καταναλωτική αμφιθυμία

Του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

Έκανε ο Προϋπολογισμός του 2022 (ως κατατεθέν Προσχέδιο) το μικρό άλμα που είχε ήδη προαναγγελθεί, αναφέροντας για το έτος βάσεως στην κατάρτισή του – το τρέχον 2021 – ως ρυθμό ανάπτυξης 6,1% (αντί του 5,9% στην ΔΕθ και έναντι ενός σεμνότατου 3,6% που είχε μπει στο Μεσοπρόθεσμο τον Ιούνιο). Βέβαια, για το 2022 μπήκε ένα πιο συγκρατημένο 4,5%, ωστόσο οι προβλέψεις αυτές σωρευτικά «απορροφούν» όλο το –8,2% υποχώρησης του ΑΕΠ λόγω πανδημίας. Βασική συνιστώσα της ανάκαμψης, πάντα κατά τις προβλέψεις, η ιδιωτική κατανάλωση. ενώ πολλά στηρίζονται και στις επενδύσεις (που μέρος τους χτίζεται πάνω στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης).

Τούτο δοθέντων – και επειδή παρόμοιοι ρυθμοί ανάπτυξης έστω και ως πρόβλεψη ανοίγουν τον πολυπόθητο δημοσιονομικό χώρο για πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις/παροχές – δημιουργεί μια κάποια αίσθηση το γεγονός ότι το στικάκι του Προϋπολογισμού δεν χώρεσε κάτι περισσότερο από τα ανακοινωθέντα από τον Πρωθυπουργό στην ΔΕΘ. Τότε η «επιπλέον στήριξη για  τα ευάλωτα νοικοκυριά» είχε αφεθεί γι’ αργότερα – δηλαδή για τον Προϋπολογισμό! Τώρα αφήνεται πάλι γι’ αργότερα, αν μη τι άλλο προκειμένου να «καθίσουν» τα στοιχεία για το γ’ 3μηνο του 2021. Ούτε καν πρόσθετοι πόροι για στήριξη της δαπάνης απορρόφησης του ενεργειακού σοκ που βρίσκεται – ήδη – εν εξελίξει στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών δεν προβλέφθηκαν, κι ας ανοίγει σταθερά την προοπτική προσαύξησης ο Άδωνις Γεωργιάδης («δεν θα αφήσουμε τους πολίτες να παγώσουν»). Ό,τι διεκδικηθεί, επιχειρείται να διεκδικηθεί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (ήδη στο χθεσινό Eurogoup, το οποίο ωστόσο μάλλον αμήχανο φάνηκε «στοιχηματίζοντας» ότι το κύμα ακρίβειας θάναι προσωρινό και  …παραπέμποντας στην  επόμενη Κορυφή των «27»).

Η συνεχιζόμενη επιλογή του οικονομικού επιτελείου να κινηθεί συντηρητικά, κι ας έλαβε εύσημα και σχετικό νεύμα συνέχισης της χαλάρωσης από την 11η Έκθεση Αξιολόγησης της Ενισχυμένης Εποπτείας – παρά κάποιες ήπιες επιφυλάξεις για τον ρυθμό εκκαθάρισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες για τα κόκκινα δάνεια διαδοχικών φάσεων, για την μελλοντική κατάπτωση εγγυήσεων στα πλαίσια των μέτρων στήριξης της πανδημίας ή για το επερχόμενο κύμα από επιδικασμένα αναδρομικά των συνταξιούχων – δείχνει ότι «κάτι» βλέπει στο (κοντινό) μέλλον. Να είναι αυτό η συζήτηση περί την 12η Έκθεση Εποπτείας – τον Νοέμβριο; – ή το ξεκαθάρισμα του ορίζοντα, τον Δεκέμβριο,  για τις προθέσεις της ΕΚΤ όσον αφορά την πρόσθετη ποσοτική χαλάρωση. μετά την λήξη του Προγράμματος ΡΕΡΡ που έχει σώσει (και) τα Ελληνικά ομόλογα;

Επιστροφή όμως «στα δικά μας». Π.χ., στην Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας (για τον Σεπτέμβριο 2021) που καταρτίζει το ΙΟΒΕ στα πλαίσια της ευρύτερης έρευνας EcFin για το σύνολο ΕΕ, όπου καταγράφεται για την Ελλάδα σήμερα «μικρή διόρθωση του δείκτη οικονομικού κλίματος […] ύστερα από μακρά περίοδο συνεχούς ανόδου». Ενδιαφέρον έχει να δει ποιες είναι οι πηγές αυτής της διόρθωσης/υποχώρησης. Πρόκειται λοιπόν για «νέα υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σε συνέχεια αρνητικής τάσης που ξεκίνησε από τον Ιούνιο», καθώς και για «σημαντική εξασθένιση των επιχειρηματικών προσδοκιών στην βιομηχανία».

Καθώς ποτέ δεν πάψαμε να ζούμε σε μια χώρα όπου την βασική παραγωγή αποτελεί η … κατανάλωση, ευλόγως θα σταθεί κανείς πρώτα στην καταναλωτική εμπιστοσύνη: αυτή πάει πίσω επειδή τα νοικοκυριά (α) κάνουν λίγο πιο αρνητικές προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας και (β) βλέπουν αντίστοιχα συγκρατημένα τις δικές τους οικονομικές προοπτικές. [Την ανάλογη περίοδο, Μαρτίου-Σεπτεμβρίου 2021, η καταναλωτική εμπιστοσύνη στην Ευρωζώνη τραβούσε την ανηφόρα, ήδη στα υψηλά από Μάρτιο του  2020]. Καθώς όλο και κάποια σχέση έχει μ’ αυτήν την εξέλιξη η αναζωπύρωση του πληθωρισμού, αξίζει να δει ποιες είναι οι προβλέψεις των καταναλωτών για το ερχόμενο 12μηνο: ένα 35% αναμένει επιτάχυνση της αύξησης των τιμών, ένα 20% αύξηση με τον ίδιο, όπως τώρα ρυθμό, 27% τις αναμένουν αμετάβλητες, ενώ 7% μιλούν για αύξηση με βραδύτερο ρυθμό΄. (Κάπου βρέθηκε και ένα 1% που προσδοκά μείωση τιμών!…). Στον απέναντι τοίχο δυσφορίας, 38% αναμένουν αισθητή αύξηση της ανεργίας, 25% ελαφριά αύξηση, 19% αμετάβλητη κατάσταση, με 11% να κάνουν λόγο για ελαφριά μείωση. Προθέσεις αποταμίευσης; Θα αστειεύεσθε! Το 80% δεν θεωρεί πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όσο για το πόσοι «μόλις τα βγάζουν πέρα», μένουμε σε ένα στάσιμο 64%, με 6% να αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους και 8% να έχουν χρεωθεί για να προχωρήσουν.

Πηγαίνοντας όμως στους κλάδους της οικονομίας και τις επιχειρηματικές προσδοκίες, θετικά είναι τα πράγματα όσον αφορά τις υπηρεσίες – τόσο σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων, όσο και σε σχέση με την ζήτηση που βλέπουν στο άμεσο μέλλον. Ήπια άνοδος καταγράφεται στο λιανεμπόριο (κυρίως στα είδη οικιακού εξοπλισμού και τα πολυκαταστήματα. αλλού υπάρχει υποχώρηση). Σημαντική η βελτίωση τις κατασκευές, σε υψηλό από την άνοιξη του 2000 – όμως «προερχόμενη αποκλειστικά από τα Δημόσια Έργα», ενώ στις ιδιωτικές κατασκευές τα πράγματα πάνε πίσω.

Επιστρέφοντας πάντως στην βιομηχανία απ’ όπου ξεκινήσαμε, καταγράφονται χειρότερες εκτιμήσεις για παραγγελίες και για τρέχουσα ζήτηση, καθώς και για την παραγωγή των επόμενων μηνών. Αισθητή η μείωση των προβλέψεων για απασχόληση. Ένας νέος δείκτης αφήνει τέλος να φανεί δύσκολη η σχετική δύσκολη πρόβλεψη για το αύριο (50%, σε σύγκριση με 42% του προηγουμένου μήνα).

Μάλλον καλά κάνει, λοιπόν, το στενό οικονομικό επιτελείο που παλεύει να συγκρατηθεί ως προς τις προσδοκίες – και την δημοσιονομική εικόνα του Προϋπολογισμού 2022.