Χωρίς μικρομεγαλισμούς, αναζητείται ρόλος για την Ελλάδα στην διαπραγμάτευση του νέου Συμφώνου Σταθερότητας
του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη
Η χρονιά που ανοίγεται μπροστά μας – αφήνοντας πίσω ένα 2021 που στην οικονομία λειτούργησε κυρίως ως ανήφορος αντιμετώπισης των ζημιών από την πανδημία και απαρχής μιας κάποιας αποκατάστασης – θα έχει στον πυρήνα της την επανεφεύρεση της δημοσιονομικής και νομισματικής διαχείρισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση/στην Ευρωζώνη. Ήδη, αυτό κωδικοποιείται ως άνοιγμα της διαπραγμάτευσης για αναθεώρηση του (ανατιναγμένου εκ των πραγμάτων ) Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (το τελευταίο συνθετικό της επίσημης ονομασίας το είχε εκριζώσει σχεδόν από την αρχή η εμμονική ορθοδοξία της λιτότητας της εποχής Σόιμπλε, σε λογική ζουρλομανδύα) όσον αφορά την διαχείριση ελλειμμάτων και για επαναπροσδιορισμό της οροφής χρέους. Όμως από δίπλα θα βρεθεί/βρίσκεται σε πολιτική διαπραγμάτευση η νομισματική διαχείριση της επανεμφάνισης του πληθωρισμού, στο μέτρο που ο ξορκισμός των τελευταίων μηνών, για προσωρινότητα του φαινομένου, για την ώρα δεν επαληθεύεται – κι ας προσήλθαν σ’ αυτήν την εκδοχή οι σεβαστότεροι αναλυτές και νομισματικές αρχές.
Γενικότερα, δε, στην ΕΕ και την Ευρωζώνη θα είναι το 2022 φάση επαναπροσδιορισμού των θεμελιωδών της δημοσιονομικής διαχείρισης – μπροστά , μάλιστα, στο μεγάλο κύμα «υποχρεωτικών» επενδύσεων της ενεργειακής μετάβασης/κλιματικής αλλαγής και της ψηφιακής μετάβασης/διεκδίκησης θέσης από την ΕΕ στον ανταγωνιστικότερο παρά ποτέ διεθνή καταμερισμό – την ίδια στιγμή που θα μετριούνται ακόμη τα σημάδια από τις επιπτώσεις της πανδημίας (και, μην την ξεχνάμε!, την Ευρωπαϊκή κρίση χρέους).
Εδώ, υπάρχουν ήδη τρία «βαριά» κεκτημένα. Το πρώτο, η αλλαγή βάρδιας στην Γερμανία – από μόνο του, αυτό, σημαίνει αλλαγή σκηνικού, μάλιστα όταν δίπλα στην ήδη λιγότερο εμμονική στάση των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων βλέπουμε μη-δογματική εκκίνηση των Φιλελευθέρων/του Κρίστιαν Λίντνερ. Το δεύτερο, η διεκδίκηση διαφορετικής ισορροπίας από πλευράς Γαλλίας και Ιταλίας, με επικεφαλής Μακρόν και Ντράγκι που δύσκολα η ορθοδοξία της λιτότητας θα τους περιέγραφε ως «σπάταλους Νοτίους» ή Club Med. Το τρίτο – που ίσως αποδειχθεί και το πιο σημαντικό – είναι η βαθμιαία, ύστερα επιταχυνόμενη μεταστροφή της κεντρικοτραπεζικής στάσης. Ασφαλώς συνέβαλε εδώ το ζεμάτισμα της πανδημίας, που «υποχρέωσε» σε εγκατάλειψη των ταμπού, όμως άμα πάει κανείς και συγκρίνει εποχές Ζαν-Κλοντ Τρισέ και μετάβασης («whatever it takes») Μάριο Ντράγκι με το σήμερα Κριστίν Λαγκάρντ, θα δει απόλυτη μετατόπιση υποδείγματος: μέχρι και διαμόρφωση χώρου για τις επενδύσεις για την κλιματική αλλαγή μέσω του seignorage/του εκδοτικού προνομίου, μέχρι και στόχευση στις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών για διεύρυνση του εργατικού δυναμικού συναντά κανείς στο ελεφάντινο πύργο της Φρανκφούρτης.
Και ποιος ο ρόλος της Ελλάδας, σ’ αυτήν την συναστρία; Όταν στο κύριο τραπέζι της μεγάλης διαπραγμάτευσης έχουμε – για παράδειγμα – την τοποθέτηση του Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM που διακρατεί το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους της Ελλάδας να ξεκινά από νωρίς την συζήτηση για την οροφή χρέους (στο 100% του ΑΕΠ, αντί του έως τώρα «ισχύοντος» 60% – είμαστε με το – καλό στην γειτονιά του 210%, η Ιταλία στο 155%), ενώ τώρα ο αρμόδιος Επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ Πάολο Τζεντιλόνι, πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας, ευθέως έθεσε θέμα διαφοροποιημένης οροφής -στόχου για κάθε χώρα της Ένωσης, καθώς το σημείο εκκίνησης τους είναι τελείως διαφορετικό, είναι φανερό ότι οι αλλαγές μπροστά μας θα είναι μεγάλες.
Έτσι που τον έχουμε ριζωμένο μέσα μας τον μικρομεγαλισμό, βλέπουμε νάρχεται (στο εσωτερικό…) ο ισχυρισμός ότι Ελληνικές πολιτικές θέσεις – όπως για την εξαίρεση από την οροφή των ελλειμμάτων, αύριο, κατηγοριών δαπανών που πάνε από την αντιμετώπιση της πράσινης μετάβασης μέχρις των δαπανών που συσχετίζονται με το μεταναστευτικό ή και την άμυνα… – θα οδηγήσουν την αυριανή Ευρωσυζήτηση. Στο άλλο άκρο, ελλοχεύει η αντίστοιχη Ελληνική τάση να χτίζουμε στο μυαλό μας συμμαχίες – εδώ: «μέτωπο του Νότου». Όμως, με τον σούπερ-Μάριο Ντράγκι να φλερτάρει με την Προεδρία της Ιταλίας, τον δε Εμμανουέλ Μακρόν (προεδρεύοντα μεν του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και σε αγριωπή προεκλογική εκστρατεία επιβίωσης τον Απρίλιο) να αναζητά φυγή προς τα εμπρός, η προβολή των φιλοδοξιών μας να είμαστε «με τους μεγάλους του Νότου» δεν αρκεί.
Λοιπόν, τι; Αν κοιτάξουμε λίγο στο βαθύ (ήδη) παρελθόν, όταν η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του΄80 επαναπροσδιόριζε την θέση της έναντι της (τότε) ΕΟΚ – πώς; περιγράφοντας με το Μνημόνιο του 1982 τις ιδιαίτερες ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας όπως είχε ριχτεί απροετοίμαστη στα βαθιά («και θα κολυμπήσει» – Κωνσταντίνος Καραμανλής) και συνεργαζόμενη με τις Βρυξέλλες ώστε να διαμορφωθούν λύσεις, όπως των Μεσογειακών Προγραμμάτων – αλλά και τώρα, στο άμεσο χθες – ποιο; μα εκείνο όπου κατόρθωσε ο Γιάννης Στουρνάρας να βοηθήσει την Κριστίν Λαγκάρντ να «περάσει», κάλυψη στα μη-επιλέξιμα Ελληνικά ομόλογα μέχρι το 2024 – ίσως διακρίνουμε την βέλτιστη πρακτική. Δηλαδή (α) μια ειλικρινή περιγραφή των δικών μας προβλημάτων, (β) μια ένταξη σε ευρύτερη λογική «Ευρωπαϊκή», που βρίσκεται υπό διαμόρφωση και (γ) μια σοβαρή αποδοχή πειθαρχίας, άμα η Ελληνική ιδιαίτερη ανάγκη αντιμετωπισθεί θεσμικά.
Δεν πουλάει εύκολα στο εσωτερικό μια τέτοια στάση, αλλά μάλλον είναι η βέλτιστη.