Μιλώντας για την κληρονομιά και το πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάννης

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

Την στιγμή ακριβώς που η πολιτική (και δη η προεκλογική…) συζήτηση για το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη ξέφευγε πέρα από κάθε σωφροσύνη – με τις αναφορές σε «εθνική εξαίρεση» να ξαναφέρνουν μνήμες που θεωρούνταν ότι ανήκαν σε ένα ανεπίστροφο παρελθόν! – μια εξαιρετικά ζυγιασμένη και αντίστοιχα διαφωτιστική διήμερη συζήτηση με θέμα τα 100 χρόνια από την Συνθήκη της Λωζάννης διεξαγόταν στην αίθουσα Αργυριάδη του ΕΚΠΑ (η έναρξη, με παρουσία της ΠτΔ, είχε γίνει στην μεγάλη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου) και εν συνεχεία στην αίθουσα Τρίτση του γειτονικού Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων.

Συνδιοργανωτές το ΕΛΙΑΜΕΠ και το ΕΚΠΑ, με συμμετέχοντες ωστόσο και από άλλα Ελληνικά Παεπιστήμια, συν τα Πανεπιστήμια Αγκυρας, Βοσπόρου, Καντίρ Χας, Μπιλγκί, Μαρμαρά, Σαμπάντσι, Μονπελιέ, Καίμπριτζ, Σαουθάμπτον και Σοφίας (αυτό το τελευταίο είναι Ιαπωνικό Πανεπιστήμιο, στο Τόκιο- η Ιαπωνία ανήκει στις χώρες-μέρη της Συνθήκης της Λωζάννης…). Σημαντικός αριθμός πρώην και νυν ή/και παλιότερων χειριστών πολιτικής στα ΕλληνοΤουρκικά όπως ο Χρήστος Ροζάκης καθώς και διπλωματών συμπλήρωνε την πανεπιστημιακή ομήγυρη. Αξιοσημείωτη η παρουσία μελετητών από το (διεθνές) Lausanne Project, ένα διεθνές πρόγραμμα που επιχειρεί να αξιοποιήσει την εμπειρία της Συνθήκης της Λωζάννης («της μακροβιότερης συνθήκης ειρήνης») προκειμένου να προωθήσει την εκτόνωση των εντάσεων και την αποτροπή συρράξεων στην περιοχή αυτή του κόσμου.

Μια σειρά από επιμέρους παρατηρήσεις γι αυτήν την διήμερη συζήτηση γύρω – αυτήν ήταν η ουσία του εγχειρήματος !– από την πολιτική κληρονομιάς της Συνθήκης της Λωζάννης και τον ρόλο/την δυνητική χρήση της, θετικά και αρνητικά, υπό τις σημερινές συνθήκες.

Πρώτη παρατήρηση, σε μια λεπτομέρεια – αλλ’ από λεπτομέρειες πολλές φορές βγαίνουν χρήσιμα συμπεράσματα: στην σειρά συζητήσεων, που διεξάγονταν στα Αγγλικα, οι περισσότεροι Τούρκοι παρεμβαίνοντας αναφέρονταν (όπως και οι υπόλοιποι ομιλητές) σε Turkey για να υποδηλώνουν την χώρα τους. Νεότεροι όμως ερευνητές παρενέβαιναν μιλώντας για Turkiye, δηλαδή την απόδοση του ονόματος της Τουρκίας που ζήτησε να χρησιμοποιείται διεθνώς (=επέβαλε) ο Πρόεδρος Ερντογάν. Μπορεί αυτό να ακούγεται συμβολικό, ωστόσο αποτελεί κάτι βαθύτερο, αποτελεί απαίτηση αυτοπροσδιορισμού του πώς μια χώρα προσέρχεται στην διεθνή συζήτηση: διόλου τυχαία, ενώ η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου – που υπό την αιγίδα της είχε τεθεί το Συνέδριο – μίλησε Ελληνικά, στον γραπτό χαιρετισμό της επιμελημένα έκανε λόγο για Turkiye. (“The Greek minority in Turkiye”/ “Turkiye’s borders”).

Δεύτερη παρατήρηση, επίσης περιφερειακή: τόσο από την Ελληνική όσο και από την Τουρκική πλευρά υπήρξαν παρουσιάσεις που στόχευαν στην διερεύνηση των πολιτικών και κοινωνικών επιπτώσεων – πέρα από τις γεωπολιτικές – από την εφαρμογή των προνοιών της Λωζάνης, ιδιαίτατα δε από την ανταλλαγή πληθυσμών. Με επισήμανση της θεσμικής βιαιότητας της υποχρεωτικής ανταλλαγής, καταγράφηκαν όμως και οι μεταβολές που επήλθαν – ιδιαίτερα στην Ελληνική περίπτωση, που και οι Τούρκοι συμμετέχοντες κατέγραψαν ότι επιβαρύνθηκε περισσότερο με το προσφυγικό ρεύμα (καθώς έφθασε να αποτελεί το 1/5 του πληθυσμού της χώρας μετά την ανταλλαγή πληθυσμών) –  με διεξοδική ανάλυση των επιπτώσεων σε οικονομικό, κοινωνιολογικό, πολιτιστικό, ακόμη και πολεοδομικό/οικιστικό, πάντως σε επίπεδο εκλογικής συμπεριφοράς.

Ένα άλλο επίπεδο της συζήτησης, που αξίζει/οφείλει να κρατηθεί για ό,τι μπορεί να σημάνει στο – άμεσο – μέλλον, είναι εκείνο της περιγραφής των διπλωματικών χειρισμών που οδήγησαν, τόσο από τα άμεσα εμπλεκόμενα μέρη όσο και από τις Δυνάμεις της εποχής, στην διαμόρφωση και εν τέλει την αποκρυστάλλωση λύσεων στην Συνθήκη της Λωζάννης: Ιδιαίτατα στις εδαφικές διαρρυθμίσεις/χαράξεις συνόρων, αλλά και στις ρυθμίσεις για την οικονομική διάσταση και τις ζωές των ανθρώπων. Ακριβώς επειδή οι μέρες ήταν έμφορτες με πολιτική πίεση λόγω της συζήτησης για την μειονότητα στην Θράκη, αυτό το στοιχείο δεν μπορεί παρά να προβληματίζει: όταν ο βηματισμός της μεγάλης Ιστορίας βαρύνει, οι ισορροπίες των τοπικών πληθυσμών και πολιτικών συστημάτων δεν παίζουν όσο ρόλο θα περίμενε κανείς. Οι διεθνείς συσχετισμοί και οι απόψεις ακόμη και απομακρυσμένων διεθνοπολιτικών κέντρων καταλήγουν να προέχουν. Ας καταγραφεί επίσης το πώς, για την Τουρκική πλευρά, η κατάργηση ετεροβαρών ρυθμίσεων – όπως τα ειδικά τελωνειακά καθεστώτα, ή πάλιν οι δρομολογήσεις – κατά την δημιουργία του νέου Τουρκικού Κράτους πάνω στην απόδρομη Οθωμανική Αυτοκρατορία, διατηρεί ακόμη σημαντικό ρόλο μνήμης…

Tέλος, και ενώ σε γενικές γραμμές υπήρχε μια επιδίωξη, ή έστω μια παράλληλη τάση των παρεμβαινόντων να δείξουν προς την κατεύθυνση θετικών προοπτικών αυτής της φάσης των ΕλληνοΤουρκικών, λίγο κάτω από την επιφάνεια συναντούσε κανείς θέσεις βαθύτερα ριζωμένες – με οδυνηρά ξεκάθαρη, από την τουρκική πλευρά, την «ανάγνωση» ιδίως του καθεστώτος των θαλασσίων ζωνών. από δε την Ελληνική, την λογική των κόκκινων γραμμών. Μολονότι λοιπόν από το διήμερο για τα 100 χρόνια της Συνθήκης της Λωζάννης ευλόγως θα έφευγε κανείς με μια αίσθηση καλών προθέσεων για την αναζήτηση θετικής προοπτικής στα Ελληνοτουρκικά, δεν μπορούσε παρά να αποκομίσει και μια δυσπιστία ως προς την λειτουργικότητα αυτών των καλών προθέσεων στο επερχόμενο μέλλον.