Οικονομικό κλίμα στην τελική ευθεία προς τις κάλπες (του Ιουνίου)

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

Καθώς βρισκόμαστε στη τελική πλέον ευθεία προς τις κάλπες της 25ης Ιουνίου (με επισειόμενες και τρίτες κάλπες, Αυγούστου αυτές, οι οποίες καλύτερα να ξορκίζονται…), μια συνολική ματιά στο «πώς φθάνουμε» από πλευράς οικονομικής προσέγγισης:  Όχι, όχι δεν θα μπούμε στην δυσοίωνα διδακτική μορφή με την οποία διεξάγεται η καθοριστική συζήτηση για την φορολογία – ακόμη και για την ίδια την έννοια του φόρου, στην τωρινή συγκυρία! – στην προεκλογική πραγματικότητα, γιατί θα κινδυνεύαμε να δούμε π.χ. στον Χριστόφορο Πισσαρίδη (η Έκθεση Πισσαρίδη/Βέττα έχει ως βασική εισήγηση εξορθολογισμού την εξάλειψη των ακραίων διαφορών στην φορολογική αντιμετώπιση εισοδήματος από μισθωτή εργασία, από επαγγελματική δραστηριότητα και από μερίσματα, πέρα κι από τις καίριες αναφορές της στην φοροδιαφυγή/φοροαποφυγή…) να απαγορεύεται η είσοδος στην Ελλάδα ως αιρετικό! . Ή πάλι την Ελλάδα να διαμαρτύρεται, δυναμικά, για τις φορολογικές συστάσεις του ΟΟΣΑ περί φορολογικής συμμόρφωσης των αυτοαπασχολουμένων και τον επαναπροσδιορισμό των χαμηλών συντελεστών στα μερίσματα: βέβαια ο ΟΟΣΑ… φρόντισε και επαίνεσε για τον αναμενόμενο αναπτυξιακό ρυθμό 2,2% φέτος  (βέβαια, με πρόβλεψη 1,9% για το 2024) παρά τους αντιθέτους «μετωπικούς ανέμους» /headwinds κατά το World Economic Outlook του, οπότε συγχωρείται!

Πάντως, αν σταθούμε στην – τελευταία, προεκλογικά – Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας του ΙΟΒΕ συναντούμε για την Ελλάδα καταγραφή «μικρής υποχώρησης» στο συνολικό οικονομικό κλίμα, τούτο όμως την ίδια στιγμή που σε ΕΕ και Ευρωζώνη παρατηρείται πιο αισθητή υποχώρηση (εκεί, μόνον «μικρή βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σημαντική επιδείνωση στο λιανικό εμπόριο […] και εξασθένιση στην βιομηχανία»). Σ’ εμάς, βελτίωση έχουμε στις κατασκευές – ιδίως στα ιδιωτικά έργα – με μικτή εικόνα στους άλλους τομείς, πάντως με γενικευμένη βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Συν, πιο αισιόδοξες τις προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των ίδιων των νοικοκυριών (αλλά και, συνολικά, της χώρας).

Ασφαλώς και δεν αρκούν παρόμοιες επισημάνσεις για να προβλέψει κανείς πού θα καταλήξουν οι εκτιμήσεις, των ψηφοφόρων στο παραβάν – αλλά έχουν την ερμηνευτική χρησιμότητά τους. Πάντως, το α’ 3μηνο της χρονιάς «έδωσε» κατά την ΕΛΣΤΑΤ  αύξηση 2,1% του ΑΕΠ (καλή επίδοση σε σχέση με μέσους όρους ΕΕ, όμως σε μικρή υποχώρηση από το κλείσιμο του 2022). Την αύξηση αυτή πιστώθηκαν – σε ετήσια βάση σύγκρισης – περισσότερο οι επενδύσεις (+8,2%) και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (+8,9%), ενώ λιγότερο η καταναλωτική δαπάνη (+23). Σχετικά θετικό στοιχείο, η λιγότερο ισχυρή αύξηση των εισαγωγών (+5,6%) σε σχέση με τις εξαγωγές: είναι νωρίς να μιλήσει κανείς για διόρθωση στο ισοζύγιο, αλλά χρήσιμη η καταγραφή, μετά και την επισημότερη επισήμανση για μείωση του ελλείμματος κατά το α’ 3μηνο κατά την Τράπεζα της Ελλάδας.

Κατά τα άλλα,  όσο κι αν προεκλογικά βοηθά στην συντήρηση θετικού κλίματος η διαπίστωση ότι «η μικρή Ελλάδα πάει καλύτερα από την ΕΕ/την Ευρωζώνη», θάπρεπε να προβληματίζει – για τα αμέσως επόμενα βήματα, βέβαια μετεκλογικά… – η επίπτωση που θα μπορούσε να έχει σ’ εμάς η βαθμιαία ολίσθηση Ευρωπαϊκών χωρών, και δη της Γερμανίας, σε ύφεση.