«Συνομιλώ δεν σημαίνει ότι παραδίνομαι»

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

Ίσως είναι ευτύχημα που την συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο Βίλνιους, στα περιθώρια της Κορυφής του ΝΑΤΟ και τις σχετικές επίσημες τοποθετήσεις (και τις αντίστοιχες πρώτες εκτιμήσεις) για ξεπάγωμα των ΕλληνοΤουρκικών σχέσεων – μετά και την de facto συγκράτηση των εντάσεων τους τελευταίους 3-4 μήνες… – ακολουθεί η θερινή περίοδος. Όπου ούτως ή άλλως όλα χαλαρώνουν, υπάρχει βλέπετε και το Μνημόνιο Παπούλια-Γιλμάζ, κυρίως όμως σβήνουν οι πολιτικοί και μηντιακοί προβολείς. Οι καημένες οι πρωτοβουλίες «χαμηλής πολιτικής»/θετικής ατζέντας/οικονομικής διπλωματίας του άοκνου Κώστα Φραγκογιάννη και του τημ που θα συνεχίσει στην Άγκυρα την δράση των Σεντάτ Ονάλ/Μπουράκ Ακτσαπάρ θα συνεχίζονται, αλλά η συνάντηση του (μεγαλοπρεπούς ονομασίας) Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, σε επίπεδο Γιώργου Γεραπετρίτη-Χακάν Φιντάν είναι για μετά την ΔΕΘ, στην Θεσσαλονίκη.

Εκεί, σε αυτό το επίπεδο και όχι σε τεχνικές επιτροπές θα ξαναπροσεγγισθεί (υποτίθεται/προσδοκάται/ελπίζεται) ο πολιτικός διάλογος. Ο οποίος, επί Κώστα Σημίτη και Κώστα Καραμανλή είχε επιτρέψει να αγγιχτούν όχι απλώς «θέματα θαλασσίων ζωών», αλλά ευθέως διαρρυθμίσεις χωρικών υδάτων και εναερίου χώρου. Θα αρθεί αυτό το ταμπού; Θα συνειδητοποιηθεί ότι προσέγγιση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ δεν έχει νόημα χωρίς πρώτα αναφορά σε χωρικά ύδατα;

Καλό λοιπόν που μεσολαβεί η ανάπαυλα του καλοκαιριού –  γιατί; Επειδή θα συγκρατηθούν οι εσωτερικές δικές μας αμφιθυμίες – επικίνδυνο ήδη το πώς το φάσμα «Πρεσπών του Αιγαίου» επικρέμαται κάθε φορά που συζητείται καν να επιχειρηθεί ο,τιδήποτε ουσιαστικό στα ΕλληνοΤουρκικά – όχι δε μόνον στα δεξιά κόμματα της σημερινής Κυβέρνησης, αλλά και στα όσα δικά της έδρανα πρεσβεύουν την λογική της ακινησίας, ή ακόμη και στις παρυφές του πατριωτικής μνήμης ΠΑΣΟΚ. Θα  χρειαστούν ωριμάνσεις προκειμένου να προχωρήσει ο,τιδήποτε, αν και η αλήθεια είναι ότι ο νεοορκισθείς ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης επέλεξε να διατυπώσει – στις Προγραμματικές Δηλώσεις, επισημότερα δεν γίνεται! – την άποψη ότι «η συνεχής μετάθεση στο μέλλον αυτών των ζητημάτων δεν λειτουργεί προς όφελος καμιάς εκ των χωρών».

Εδώ, μια παρένθεση: πριν ακριβώς 3 χρόνια – Αύγουστος του 2020 – η Ντόρα Μπακογιάννη, μιλώντας στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, έλεγε για το ίδιο αντικείμενο: «Το ότι συνομιλώ δεν σημαίνει ότι παραδίνομαι!». Αναγνώριζε, δε, τότε την λογική της συνέχειας στις Ελληνικές θέσεις με το : «Η δουλειά που έγινε στο Ελσίνκι δεν είναι για πέταμα. Εχουμε κάθε λόγο να τα θυμόμαστε και να χτίζουμε πάνω σ’ αυτήν». Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν αυτή η προσέγγιση διαπνέει και την τωρινή ομάδα Γ. Γεραπετρίτη/Αλ. Παπαδοπούλου στο ΥΠΕΞ.

(Επειδή δε ο λόγος για περιόδους Μητσοτακικής τοποθέτησης: τον Ιανουάριο 1998, πάλι στην ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έλεγε για τις Κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου διατήρησε την βαθύτερη αντίθεση προς τον διάλογο, όσο κι αν η πραγματικότητα του αποδεικνύει το ανεδαφικό της στάσεώς του […]. Τον διάλογο δεν τον επίστεψε, ούτε όταν τον ηρνείτο, ούτε όταν τον μεθόδευσε, ούτε όταν τον έκανε»).

Μετά από 25 ολόκληρα χρόνια, ίσως αυτή η Μητσοτάκεια διατύπωση για τις  βαθύτερες δυσπιστίες προς την λογική του διαλόγου ακόμη κι όταν διάλογος γίνεται, θα άξιζε να καταγραφεί. Κατά τα άλλα, το τι ουσιαστικό συζητήθηκε και συμφωνήθηκε – ή: προδιαγράφηκε – στην επαφή Μητσοτάκη/Ερντογάν (που ίσως επαναληφθεί το φθινόπωρο, αν δείχνουν να ξεκολλάνε τα πράγματα), θα το μάθουμε μετά από αρκετά χρόνια. Όπως και το τι προηγήθηκε, τις περασμένες εβδομάδες – ας πούμε μετά την επίσκεψη Άντονι Μπλίνκεν στην περιοχή μας.