«Δεν είναι για εξουσία η Αριστερά»;

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

Εκείνο που τουλάχιστον καταγράφεται στα θετικά από την αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ/ ανεξαρτητοποίηση εννέα βουλευτών περί την Έφη Αχτσιόγλου/τον Αλέξη Χαρίτση/τον Νάσο Ηλιόπουλο, με την δημιουργία πολιτικού φορέα με την προσθήκη της «Ομπρέλας» Ευκλείδη Τσακαλώτου/Πέτης Πέρκα, μαζί και με εκατοντάδες μελών και στελεχών ανά την Ελλάδα, είναι το ξεκαθάρισμα. Το πώς αυτό το σχήμα θα απευθυνθεί στην κοινωνία, πώς θα αποκτήσει διακριτό δημόσιο λόγο, πώς θα διεκδικήσει πρόσβαση στα μήντια είναι ασφαλώς σημαντικό: όμως ήδη η αναζήτηση μιας νέας αποτύπωσης πολιτικών προθέσεων υπόσχεται να είναι λυτρωτική. Τα «σταθερά και στέρεα βήματα» κατά Χαρίτση είναι βαρύ ζητούμενο.

Λυτρωτική και για τον ίδιο τον εναπομένοντα ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με την ηγεσία Κασσελάκη και μιας όχι-ακριβώς-σαφούς ηγετικής ομάδας επιχειρεί την χάραξη της δικής του πορείας. Πορείας διόλου ανέφελης, όταν π.χ. η προεδρική μανιέρα «κατορθώνει» να ενοχλεί μέχρι και τον Σωκρ. Φάμελλο ή τον Κώστα Ζαχαριάδη ή με τον Διονύση Τεμπονέρα να επανέρχεται πιεστικά στην ανάγκη επίσπευσης Συνεδρίου – στο κάτω-κάτω της γραφής ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη κι αν δημοσκοπικά δείχνει να χάνει τον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, αυτοκατατάσσεται στην Αριστερά. Και… ένα μίνιμουμ διεργασιών είναι σύμφυτο με αυτόν τον χώρο, της Αριστεράς.

Το «νικητές και ηττημένοι, όλοι χάσαμε μαζί» του Πορτοκάλογλου (που κάποια στιγμή του έφερε κεραυνούς…) τείνει να γίνει το λάιτ-μοτιβ της φάσης που διανύουν στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Και στις μετενσαρκώσεις του. Όχι δε μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ευρύτερα στην Αριστερά, όσον αφορά την απεύθυνσή της στην κοινωνία (θα μας επιτραπεί η χρήση του όρου «απεύθυνση», που πήγε κάποια στιγμή να υιοθετήσει στην έξοδό του ο Αλέξης Τσίπρας, μάλλον χωρίς να τον εννοεί ακριβώς).

Η «απολύτως πρωτόγνωρη πολιτική συνθήκη» που έχει εγκατασταθεί στην χώρα και που κάνει τον Λεύτερη Κουσούλη (στο «ΒΗΜΑ») να αναφέρεται σε «μια Κυβέρνηση, μόνη» επαναφέρει ένα υπαρξιακό ζήτημα στον χώρο της Αριστεράς υπό την ευρύτατη έννοιά του, όσο δημοσκοπικά ΠΑΣΟΚ/ΣΥΡΙΖΑ/ΚΚΕ μετρώνται πλέον περίπου ισοϋψή. Το ακούγαμε κάθε τόσο, τα χρόνια της (εκ του αποτελέσματος επιτυχούς…) Αντι-ΣΥΡΙΖΑ εκστρατείας: «Δεν είναι για εξουσία η Αριστερά!». Δεν το ακούγαμε, δε, μόνο από τους τενόρους της κυβερνητικής παράταξης (μαζί και με το πιο απαξιωτικό «μα, είναι Αριστερά αυτό το πράγμα;» και το δήθεν φιλοσοφικοπολιτικό «δεν υπάρχει πλέον διάκριση Δεξιάς/Αριστεράς»).

Ενυπήρχε η άποψη αυτή και στις σχέσεις των κομμάτων, και στο εσωτερικό τους. Πράγματι, εκείνο που είχε συμβεί ήδη στις δίδυμες εκλογές του 2012, όπου κατέρρευσε το ΠΑΣΟΚ (το οποίο, όσο κι αν ωρίμασε ή «ωρίμασε» , δεν έχασε τις αριστερές του καταβολές με την από-ριζοσπαστικοίηση) και κόντεψε να διαλυθεί η ΝΔ, εκείνο δε που ολοκληρώθηκε δε το 2015, με το συνεχές εκλογών-δημοψηφίσματος-εκλογών υπό συνθήκες παρολίγον Grexit, ήταν τι; Το εγχείρημα πρώτης-φοράς-Αριστεράς-στην-εξουσία. Προσοχή όμως! Όλο αυτό το νόημα το σύνολο των λέξεων, λαμβανόμενο μαζί.

Η Αριστερά, στην μεταπολεμική Ελλάδα την είχε μια αλλεργία στο να λερώσει τα χέρια της με την εξουσία: κακώς έχει σβήσει από την συλλογική μνήμη η αποχή του ΕΑΜ (υπό την πίεση/πειθώ του ΚΚΕ) από τις εκλογές του 1946, αποχή που άφησε (όντως υπό συνθήκες «Λευκής τρομοκρατίας») κάτι σαν ¼ του πληθυσμού χωρίς αντιπροσώπευση.

Όταν στις εκλογές του 1958 η ΕΔΑ προκύπτει δεύτερο κόμμα στις κάλπες (με το σύστημα της υπερενισχυμένης αναλογικής, που θεωρούσε την ΕΔΑ τρίτο κόμμα, να «εκδικείται» και να την οδηγεί σε θέση Αξιωματικής Αντιπολίτευσης) επεκράτησε ταραχή. Η συνέχεια είναι γνωστή, γενικά αν και όχι στις λεπτομέρειες της δυναμικής της: η δολοφονία Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 από το αυτάρεσκο παρακράτος ριζοσπαστικοποιεί την νεολαία, αλλά και «χρωματίζει» αριστερά την Ένωση Κέντρου. Όταν το νήμα των εξελίξεων κόβεται, πρώτα με εκείνο που επεκράτησε να λέγεται Αποστασία (υπό την έννοια αποχώρησης βουλευτών που στερούν την εξουσία από κόμμα της δεδηλωμένης – το ίδιο συνέβη πάλι μόνον το 1993…) , ύστερα με το πολύ βαρύτερο της Δικτατορίας, υπάρχει μια κατάσταση ψυγείου.

Οπότε… οπότε θα φθάσουμε πλέον στην μετεωρική άνοδο του ΠΑΣΟΚ, βασικού συντελεστή της Μεταπολίτευσης με ανεπιφύλακτα ριζοσπαστική εκκίνηση. Το οποίο, ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, «τρύγησε» συνειδητά από την παραδοσιακή Αριστερά, ανοίγοντας χάσματα πολιτικής αντιπαλότητας.

Αυτή λοιπόν την διαδρομή, είτε αρέσει/είτε όχι, κουβαλούν σήμερα οι φορείς που υπάρχουν – και όσοι θα προκύψουν στην Αριστερά (Μην υποτιμάται π.χ. το πείραμα Πρασίνων με την Ευρωπαϊκή αναζήτηση σωσσιβίου).. Δηλαδή την πρόκληση να πείσουν ότι κάποτε/κάπως θα μπορέσουν να δώσουν πρόταση εξουσίας. Να αναλάβουν το βάρος, το λέρωμα αν θέλετε που συνεπάγεται η ευθύνη της εξουσίας, σε αντίθεση με την άνεση της κριτικής. Αυτά, την στιγμή που ο λόγος έχει ξεφύγει εντελώς – οι αναφορές Κασσελάκη στους «νοικοκυραίους» είναι χαρακτηριστική επιλογή/σοκαριστική, οι δε αιχμές περί «πατριωτικής Αριστεράς» ομοίως. νωρίτερα οι τοποθετήσεις Λοβέρδου σε ένα ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ με ρίζες Ανδρέα Παπανδρέου επίσης – και η εχθροπάθεια εντός των τειχών της Αριστεράς είναι, συχνά, χειρότερη κι από την ανοιχτή πολιτική αντιπαράθεση.

Όσοι και όσες στρατεύονται στην υπό οποιαδήποτε έννοια και υπό οποιονδήποτε ορισμό Αριστερά, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουν ότι ξεθεμελιωτικός εχθρός τους είναι το:  «Δεν είναι για εξουσία η Αριστερά».