Ήταν πάλι μια εποχή, που η «χαμηλή πολιτική» επιχειρήθηκε να δοκιμαστεί στα ΕλληνοΤουρκικά – σοβαρά

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

Ολοκληρώθηκε λοιπόν η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, διαμορφώθηκε και διατηρήθηκε η συνέχεια του «θετικού κλίματος», έμειναν οι δηλώσεις εντός πλαισίων, υπήρξε υποδοχή από τον διεθνή Τύπο θετική (και από τον Τουρκικό, ουσιαστικά και από τον Ελληνικό), έκλεισε και η τελευταία πράξη – δηλαδή η πτήση επιστροφής Ερντογάν χωρίς παρατράγουδα δηλώσεων τις οποίες συνηθίζει ο Τούρκος ηγέτης. Οπότε το στοίχημα διατήρησης των ήρεμων νερών στα ΕλληνοΤουρκικά έδειξε να βγαίνει πέρα.

Ασφαλώς, από κανένα δεν διέφυγε της προσοχής ότι οι βασικές διαφορές των δυο μερών – Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος, μειονότητα, διασύνδεση ή μη με το Κυπριακό – παραμένει. Όμως το στοίχημα της προώθησης των θεμάτων «χαμηλής πολιτικής» – με πρώτο, ίσως, την προσπάθεια επαναρρύθμισης του Μεταναστευτικού σε λογική αναβίωσης της μη-λειτουργικής συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, ενώ από κοντά έρχεται και η παράκαμψη των κανόνων Σένγκεν για «εύκολες» βίζες σε Τούρκους επισκέπτες σε 10 νησιά του Αιγαίου – τέθηκε με εμφατικό τρόπο . Όμως…

…Όμως αυτός ο δρόμος ακολουθήθηκε, και πολλές αντίστοιχες προσδοκίες οικοδομήθηκαν και στο παρελθόν. Και μπορεί το «η Ιστορία διδάσκει» να ακούγεται ξεπερασμένο έτσι που τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια ελευθεριότητα όλων στην χρήση της Ιστορίας, της σωστής πλευράς της κοκ. Πάντως στα ΕλληνοΤουρκικά, η διαδρομή της δεκαετίας του ΄90, έχει αφήσει πίσω χρήσιμο ίχνος. Δείτε:

Ήταν μετά την διαδικασία του Νταβός, όταν είχε πρωτολειτουργήσει ΕλληνοΤουρκικό Επιχειρηματικό Συμβούλιο/Türkiye-Yunanistan Is Konseyi, το οποίο πραγματοποίησε κύκλο συναντήσεων (ο πρώτος στις 18-19 Απριλίου 1988) για την προώθηση «κοινών προγραμμάτων που θα υπηρετούν κοινούς στόχους» [Τότε, από Ελληνικής πλευράς την πρωτοβουλία είχαν ο Θόδωρος Παπαλεξόπουλος, η Καίτη Κυριακοπούλου, ο Νίκος Βερνίκος. από Τουρκικής οι Σαρίκ Ταρά και Σελίμ Εγκελί]. Είχαν μάλιστα οργανωθεί και επιμέρους ομάδες εργασίας για τουρισμό, εμπορικές συναλλαγές, βιομηχανία (κλωστοϋφαντουργία και φαρμακοβιομηχανία), ηλεκτρονικά, μεταφορές/ναυτιλία, κατασκευές. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ευθύς εξαρχής, επισημαινόταν «σοβαρή έλλειψη [αμοιβαίας] πληροφόρησης» με έκκληση, μάλιστα, για «συστηματική και εκτενή ενημέρωση».

Στις αρχικές φάσεις των επαφών – και με τήρηση πρακτικών  που γινόταν με την ιδιαίτερη επιμέλεια των ομάδων στήριξης Παπαλεξόπουλου/Ταρά – ενδιαφέρον είχε η ειλικρινής (καίτοι σε χαμηλούς τόνους) επισήμανση προβλημάτων τότε ήταν τα μη-δασμολογικά εμπόδια, οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, ασφαλώς η υπόθεση της βίζας (που παρακώλυε μέχρι και τις εργασίες των επιτροπών…). Ανακινούνταν πάλι θέματα που σήμερα θεωρούνται ρουτίνας αλλά τότε ήταν ριζοσπαστικά (π.χ. η σημασία της ρύπανσης του Αιγαίου για την τουριστική βιομηχανία…). Ας μην παραβλεφθεί, επίσης, ότι ήδη τότε – δηλαδή προ 25ετίας! – είχε τεθεί θέμα βίζας για σύντομη παραμονή Τούρκων τουριστών σε νησιά του Αιγαίου, αλλά και «προγράμματα αμοιβαίων τουριστικών ροών μεταξύ των νησιών και των ακτών της Ανατολίας». Σε άλλο σημείο, βλέπουμε την διατύπωση «και οι δύο χώρες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενιαία τουριστική περιοχή»…

Λίγο αργότερα, σε πεδίο «υψηλότερης» πολιτικής είχαμε την «Συνάντηση της Βουλιαγμένης» Παπούλια-Γιλμάζ (Μάιο του 1998) με το φερώνυμο Μνημόνιο να συμφωνείται για την εκτόνωση /πρόληψη εντάσεων. Ενώ, λοιπόν, τότε δηλωνόταν αισιοδοξία – από Θ. Παπαλεξόπουλο – για τις προοπτικές του επιχειρηματικού διαλόγου («τεράστια περιθώρια βελτίωσης, προς αμοιβαίο όφελος»), ήδη επισημαινόταν ότι «αν δεν σημειωθεί παράλληλα πρόοδος και στα πολιτικά θέματα» δεν θα ήταν δυνατόν να «οδηγηθούν οι συζητήσεις μακριά».

Ακολούθησαν αρκετά πυκνές επαφές, με την Τουρκική επιχειρηματική TUSIAD να παίζει έντονο ρόλο, ενώ προέκυψε και μια πρώτη κλαδική συμφωνία συνεργασίας με τέτοια βάση (ναυτιλία). Δεν βράδυναν όμως να αναδυθούν και προβλήματα – αμοιβαία. Για παράδειγμα, η Τουρκική πλευρά έθετε το θέμα της βίζας για την είσοδο Τούρκων, η Ελληνική την επιβολή «τέλους εξόδου» για τους εξερχόμενους από την Τουρκία. Επίσης, λειτουργούσε μια επιβάρυνση στις εξαγωγές, ισοδύναμη προς δασμό.

Όσο προχωρούσαν οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα – πτώση Κυβέρνησης Α. Παπανδρέου/Κυβέρνηση Τζαννετάκη, εν συνεχεία Κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη –  οι επιχειρηματικές συναντήσεις συνεχίζονταν. Όμως μια απο-επιτάχυνση αρχίζει να γίνεται αισθητή. η «διάσταση ΕΟΚ» (της εποχής…) αρχίζει να λειτουργεί διαταρακτικά-ανασχετικά, εκτοπίζοντας θέματα από τον διμερή πυρήνα διαπραγμάτευσης. Δεν παύουν να προστίθενται ιδέες για συνεργασία, όπως π.χ. για πτήσεις charter Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης-Σμύρνης «με βάση οικονομικά σκόπιμα δρομολόγια», ή πάλι αμοιβαία πληροφόρηση και συνεργασία Χρηματιστηρίων Αθηνών-Πόλης, ή ακόμη και πολιτιστικές (αποκατάσταση εκκλησιών και τζαμιών) ανταλλαγές. Όμως σταδιακά προκύπτει αισθητή από-επιτάχυνση – παρά την προσπάθεια Μητσοτάκη-Ντεμιρέλ να αναθερμάνουν την διαδικασία το 1992 (Νταβός-2). Σταδιακά, και με την επαναφορά του Κυπριακού στην προτεραιότητα (το οποίο είχε «μπει στο ράφι»/shelved κατά την κακότυχη φόρμουλα στο Νταβός-1…), η υψηλή πολιτική ανακτά την πρωτοκαθεδρία.

Και… είτε εσωτερικές εξελίξεις στον πολιτικό σκηνικό της μιας ή της άλλης πλευράς, είτε «επεισόδιο διαδρομής» – τότε, τα Ίμια πιο κοντά σ’ εμάς ο πλους του Ορούτς Ρέϊς – δείχνει ότι μόνον άμα (κάποτε, κάπως) αντιμετωπισθεί η ουσία των διαφορών, στον πληθυντικό!, θα υπάρξει προβλεπτότητα στις ΕλληνοΤουρκικές σχέσεις.