Ο Θεοδωράκης  σφράγισε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία με το έργο του αλλά και τον αγώνα του. Οι συνθέσεις του ταξίδεψαν ανά την υφήλιο, ξεσηκώνοντας το κοινό και ευαισθητοποιώντας τη διεθνή κοινή γνώμη κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο «Μίκης Θεοδωράκης: Οι αφίσες μου», που κυκλοφόρησε το 2007 από τις εκδόσεις Κέρκυρα, επιλέξαμε μερικά χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από τις πρώτες δεκαετίες της διαδρομής του:

Η πρώτη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στην ηπειρωτική Ελλάδα (είχε προηγηθεί, ένα χρόνο νωρίτερα, συναυλία στο Ωδείο Χανίων) πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1952, στο θέατρο «Κεντρικόν». Παρουσιάστηκε μια σειρά έργων του μουσικής δωματίου. Στο πρόγραμμα αναφερόταν κι ότι ο Μάνος Χατζιδάκις θα έπαιζε στο πιάνο το έργο «Συρτός χανιώτικος» αλλά λόγω ασθένειας τελικά αντικαταστάθηκε από την Αλίκη Βατικιώτη. Παραπάνω η αφίσα της πρώτης εμφάνισης του «νέου Έλληνος συνθέτου», η οποία εκ παραδρομής αναφέρει ως ημέρα της εκδήλωσης την Τετάρτη (αντί για Τρίτη) και στη συνέχεια υπάρχει σχετική διόρθωση με σφραγίδα.

Στις 19 Οκτωβρίου 1959 έγινε η παγκόσμια πρεμιέρα για την «Αντιγόνη» (μπαλέτο) σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, στο Covent Garden στο Λονδίνο, με το Βασιλικό Μπαλέτο. Το έργο ήταν παραγγελία του Covent Garden και σημείωσε μεγάλη επιτυχία υπογραμμίζοντας έτσι τη διεθνή αναγνώριση του νεαρού συνθέτη. Μάλιστα, την ίδια χρονιά ο Θεοδωράκης κέρδισε το αμερικανικό βραβείο Copley που απονέμεται στον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη. Την επόμενη μέρα ο θρίαμβος της πρεμιέρας αποτυπωνόταν στις συνήθως φειδωλές σε επαίνους βρετανικές εφημερίδες: «Μια δυνατή δραματική ιστορία με θανατηφόρες συγκρούσεις για την οποία ο Έλληνας συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης έγραψε μία μεγαλειώδη μουσική υπόκρουση» σύμφωνα με τους Times, ενώ η Daily Sketch σημείωνε διθυραμβικά: «Δεκαέξι αυλαίες, χειροκροτήματα, ζητωκραυγές, ρυθμικό χτύπημα των ποδιών… το Covent Garden εσείετο χθες το βράδι όταν το Βασιλικό Μπαλέτο παρουσίασε σε παγκόσμια πρώτη την “Αντιγόνη”. (…) Και ήταν ανταπόκριση που θεωρήθηκε επάξια, ωθούμενη από τη δυναμική μουσική υπόκρουση». Όσο για την εφημερίδα The Evening News, ήταν σε αντίστοιχα επαινετική διάθεση: «Η μουσική για την “Αντιγόνη” είναι έργο του 34χρονου συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Το γεγονός ότι είναι Έλληνας ίσως να εξηγεί εν μέρει τη βαθιά κατανόηση με την οποία επεξεργάστηκε την πιο συγκινητική ιστορία από τη μυθολογία της χώρας του. (…) Ως σύνθεση που διαθέτει όχι μόνο μία ξεκάθαρη χορευτική ποιότητα, ενώ ερμηνεύει την τραγωδία με τους όρους της συμφωνικής μουσικής, αποτελεί σπουδαίο επίτευγμα».

Τον Οκτώβριο του 1962 ανεβαίνει από το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο Μάνου Κατράκη το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού». Ο ίδιος ο συνθέτης έγραψε αργότερα ότι «με το έργο αυτό θέλησα να δημιουργήσω μια σύγχρονη τραγωδία ξεκινώντας όπως ο αρχαίοι από το μύθο, με ανθρώπινους χαρακτήρες ‘αρχέτυπα’, που έρχονται σε σύγκρουση με τους σύγχρονους θεούς». Παραπάνω, η αφίσα που σχεδίασε ο Νίκος Νικολάου.

Τον Οκτώβριο του 1966 ο Θεοδωράκης πραγματοποίησε σειρά συναυλιών στη Σοβιετική Ένωση. Ως ερμηνευτές των τραγουδιών του, όπως φαίνεται και στις αφίσες της εποχής, είχαν επιλεγεί η Μαρία Φαραντούρη και ο Γιάννης Πουλόπουλος, με τον τελευταίο όμως να αντικαθίσταται, τελικά, από τον (πρωτοεμφανιζόμενο) Αντώνη Καλογιάννη. Σαράντα χρόνια αργότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Γιώργο Λιάνη, ο Μίκης θυμόταν για τη συναυλία στο Λένιγκραντ: «ήταν τόσο το χειροκρότημα, που αφού βγαίναμε επί μισή ώρα, κουράστηκα και μου φέρανε μια καρέκλα για να ακούω τα χειροκροτήματα καθιστός».

Η ταινία «Ζ», του Κώστα Γαβρά, παρουσιάστηκε στους κινηματογράφους το 1969. Τότε ο Θεοδωράκης ήταν υπό περιορισμό στη Ζάτουνα Αρκαδίας και δεν του επέτρεψαν να λάβει το σενάριο της ταινίας. Ως αποτέλεσμα ο συνθέτης πρότεινε να αξιοποιηθεί ήδη υπάρχουσα μουσική του – όπως κι έγινε. Παραπάνω η αφίσα της ταινίας που κυκλοφόρησε στη Μέση Ανατολή, στα αγγλικά και στα αραβικά.

Αφίσα της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Στοκχόλμης, που ζητά την απελευθέρωση του συνθέτη αλλά και όλων των πολιτικών κρατουμένων. Αντίστοιχες αφίσες εμφανίζονταν, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στους τοίχους των περισσοτέρων πρωτευουσών της βόρειας Ευρώπης.

 

Υπό τη διεθνή πίεση το καθεστώς των συνταγματαρχών αναγκάζεται το 1970 να απελευθερώσει τον Θεοδωράκη κι αυτός καταφεύγει στη Γαλλία. Εκεί γράφει «Τα τραγούδια του Αγώνα», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, Γεωργίας Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, Νότη Περγιάλη, Αλέκου Παναγούλη αλλά και Ανδρέα Κάλβου. Το έργο ηχογραφήθηκε το 1971 στο Λονδίνο με ερμηνευτές τον ίδιο τον συνθέτη, τη Μαρία Φαραντούρη, τη Μαρία Δημητριάδη και τον Λάκη Καραλή. Παραπάνω η σελίδα 3 της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα» της 22ας Απριλίου 1971, με τους στίχους των τραγουδιών του δίσκου, που βέβαια ήταν ακόμα παράνομος στην Ελλάδα.

Το 1971, ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέπτεται το Ισραήλ για να παρουσιάσει το έργο «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Αμέσως μετά, επισκέπτεται την πρωτεύουσα του Λιβάνου, Βηρυτό, για την παρουσίαση την αυτοβιογραφία του «Το Χρέος», μεταφρασμένο στα αραβικά. Όντας ήδη παγκοσμίως γνωστός για το μουσικό του έργο, αλλά και για την αντιδικτατορική του δράση, στην Βηρυτό τον υποδέχονται θερμά Λιβανέζοι και Παλαιστίνιοι – η Βηρυτός ήταν η παραχωρημένη από τους Λιβανέζους «έδρα» των Παλαιστινίων. Το υποδέχτηκαν, λοιπόν, θερμά, αλλά και …μουτρωμένοι, αφού ήταν δυσαρεστημένοι με την επίσκεψή του στο Ισραήλ που προηγήθηκε. Στην συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε, ο Μίκης μπροστά σε Λιβανέζους, αλλά και Παλαιστίνιους, μίλησε συγκλονιστικά για την ειρήνη και την αδελφοσύνη μεταξύ των λαών. Την επόμενη ημέρα, συναντήθηκε με την ηγεσία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Εκεί, ο Γιασέρ Αραφάτ του εκμυστηρεύεται ότι υπήρχαν οργισμένοι νεολαίοι Παλαιστίνιοι που είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν ως Ισραηλινό πράκτορα, στην χθεσινή του Συνέντευξη Τύπου! Οι οποίοι, όμως, μετά την ομιλία του τον αναγνώρισαν ως φιλειρηνιστή και αγωνιστή, ανακάλεσαν και ήθελαν να τον γνωρίσουν και να του ζητήσουν συγγνώμη. Όπως και έγινε! Το 1981, ο Γιασέρ Αραφάτ επισκέπτεται την Ελλάδα, ως ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, συναντάται με τον τότε βουλευτή (με το ΚΚΕ) Μίκη Θεοδωράκη και του ζητά να συνθέσει έναν ύμνο ο οποίος θα προταθεί να αποτελέσει τον επίσημο ύμνο του Παλαιστινιακού Κράτους, όταν επιτευχθεί η επίσημη ίδρυσή του. Στις αρχές του επόμενου έτους, ο Μίκης Θεοδωράκης αποδέχεται την πρόσκληση του Γιασέρ Αραφάτ και επισκέπτεται την Βηρυτό, για να παρουσιάσει το έργο του. Στο τέλος, ο Αραφάτ και οι βουλευτές των Παλαιστινίων σηκώνονται όρθιοι και ξεσπούν σε χειροκροτήματα. Ο ύμνος είχε πλέον και την έγκριση της παλαιστινιακής βουλής. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός, ότι το 1994 εορτάστηκε πανηγυρικά στο Όσλο η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων (όπου αναγνωρίστηκε η Ανεξάρτητη Παλαιστινιακή Αρχή), παρουσία των Πέρες και Αραφάτ με την παρουσίαση του Μαουτχάουζεν που στο μεταξύ έχει γίνει «εθνικό τραγούδι» του Ισραήλ και του Ύμνου για την Παλαιστίνη που συνέθεσε ο Μίκης Θεοδωράκης – ως αναγνώριση και της δικής του συμβολής στην υπόθεση της ειρήνης.

 

Η σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με την ποίηση του Πάμπλο Νερούδα και τους αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής επισφραγίστηκε με το σπουδαίο «Canto General». Οι πρόβες για το έργο γίνονται στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1972 με την παρουσία της Μαρία Φαραντούρη και του Πέτρου Πανδή ενώ σε κάποιες από αυτές είναι παρών και ο Πάμπλο Νερούδα: Ο νομπελίστας ποιητής ήταν πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι και παρακολουθούσε ενθουσιασμένος τη δημιουργία του έργου. Τον Σεπτέμβρη του 1973, στο πλαίσιο της μεγάλης περιοδείας του στη Λατινική Αμερική, ο Μίκης Θεοδωράκης επρόκειτο να παρουσιάσει το έργο στο στάδιο του Santiago παρουσία του Αλιέντε και του Νερούδα. Αλλά τα σχέδια του ανατράπηκαν στις 11 του Σεπτεμβρίου, όταν ευρισκόμενος στη Βενεζουέλα, πληροφορήθηκε για το στρατιωτικό πραξικόπημα του Πινοσέτ, που ανέτρεψε την εκλεγμένη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Αλιέντε, ο οποίος αυτοκτονεί μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτεμβρίου, έφυγε από τη ζωή και ο Πάμπλο Νερούδα. Κάπως έτσι, στις 12 Δεκεμβρίου 1975 θα γινόταν συναυλία για τη Χιλή, όπου θα παρουσιαζόταν το «Canto General» στο Παρίσι, με την Εθνική Χορωδία της Γαλλίας, με ερμηνευτές τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή και με περισσότερους από 150 χορωδούς και μουσικούς. Η Μαρία Ρεζάν έγραφε την επόμενη μέρα στην αναπόκρισή της για την «Απογευματινή»: «Πέντε βαθμοί υπό το μηδέν, 10 χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Σκηνή στημένη πάνω σε παγοδρόμιο. Γύρω, ολόγυρα, μια αχανής αίθουσα μόλις προφυλαγμένη από τα χιόνια. Κι όμως, το απίθανο έγινε: 6.000 θεατές, κουκουλώμένοι, παγιασμένοι, πήραν το δρόμο προς το Παβιγιόν ντε Παρί και κάθισαν, άκουσαν και χειροκρότησαν, χθες το βράδυ, τρεις ολόκληρες ώρες (…). Και αποθέωσαν τον Μίκη Θεοδωράκη».

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Φιντέλ Κάστρο εξέφρασαν ουκ ολίγες φορές την εκτίμηση που έτρεφε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου. Είχαν γνωριστεί το 1962, όταν ο Μίκης επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κούβα ως εκπρόσωπος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, προσκεκλημένος από την επαναστατική κυβέρνηση. Μάλιστα, τότε είχε γνωρίσει και τον Τσε Γκεβάρα. Σταδιακά, -και ενώ είχαν τα χρόνια που ακολούθησαν επαφές- άρχισε να διαμορφώνεται το αίσθημα αλληλοεκτίμησης και αλληλοσεβασμού ανάμεσα στους δύο άνδρες. Ο Μίκης Θεοδωράκης έφτασε για δεύτερη φορά στην Κούβα το 1981 για συναυλίες μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή και τον Λάκη Κερνέζη. Η τελευταία συναυλία θα γινόταν στην πλατεία της Αβάνας. Κατά την παραμονή του ο Μίκης Θεοδωράκης πέρασε αρκετές στιγμές με τον ηγέτη της Κούβας. Οι ατέλειωτες συζητήσεις τους τούς έφεραν κοντά και η βάση  για μια μακροχρόνια φιλία είχαν μόλις μπει. Πάντως, η συναυλία του Θεοδωράκη στην Αβάνα έμελλε να μείνει στην ιστορία για ένα απρόοπτο που είχε σκαρώσει ο ίδιος ο συνθέτης. Στην κεντρική πλατεία υπήρχε ένα καθεδρικός ναός ο οποίος παρέμενε κλειστός από την εποχή της επανάστασης. Ο Θεοδωράκης είχε ζητήσει σαν προσωπική χάρη από τον δήμαρχο της πόλης να χτυπήσουν οι καμπάνες στο τέλος της συναυλίας. Ο δήμαρχος έκανε το χατίρι στον Μίκη Θεοδωράκη. Όταν άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, ο Κάστρο πετάχτηκε από τη θέση του, άγγιξε με το χέρι του το περίστροφό του, αφού νόμιζε ότι είχε ξεσπάσει αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Άλλωστε, για τρεις δεκαετίες οι καμπάνες παρέμεναν σιωπηλές. Τότε ο Μίκης με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του τον πλησίασε, τον αγκάλιασε και του είπε πως εκείνος ευθυνόταν γι’ αυτό.