Προδημοσίευση •

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ

Καινοτομία & Βιομηχανικός μετασχηματισμός στην Ελλάδα 1950-1973

Σε ένα συναρπαστικό βιβλίο που περιηγείται και ξεναγεί τον αναγνώστη στην ελληνική βιομηχανία των χρόνων της ακμής, ο Λευτέρης Αναστασάκης ανατινάσσει μια σειρά από μύθους. Όπως ότι η βιομηχανία δεν παρήγαγε ικανοποιητική εγχώρια προστιθέμενη αξία, ότι οι επιχειρήσεις/επιχειρηματίες ουδέποτε επένδυσαν δικά τους κεφάλαια ή ότι το ανθρώπινο δυναμικό δεν εξελίχθηκε, ούτε αξιοποιήθηκε αρκετά – ιδίως υπό την έννοια της ανάπτυξης τεχνολογικών λύσεων.

Όταν φεύγουν από τη μέση οι μύθοι τη θέση τους έρχεται να καταλάβει η πληροφόρηση – και η ανάλυση. Ακολουθεί απόσπασμα από το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, που κυκλοφορεί τον επόμενο μήνα από τις εκδόσεις economia Publishing.

 

διαβάστε, επίσης, απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο

 

Κεφάλαιο 3 ◗ Οικοδομή: Κάλυψη των μεταπολεμικών οικιστικών αναγκών και ανάπτυξη δύο ισχυρών εξαγωγικών βιομηχανικών κλάδων

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 3

Η ανάπτυξη του παρόντος κεφαλαίου συμβάλλει στην κατανόηση της σημασίας της οικοδομής στο μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης, καθώς και του τρόπου με τον οποίο η οικοδομή συμμετείχε στη μεγέθυνση της οικονομίας. Η σημασία της έγγειας ιδιοκτησίας και της ιδιόκτητης κατοικίας για τον Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, καθώς και οι αντικειμενικές ανάγκες στέγασης έδωσαν ώθηση στην κατασκευή κατοικιών, παρακάμπτοντας με τον θεσμό της αντιπαροχής τους πιστωτικούς περιορισμούς του τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, η συγκεκριμένη ώθηση αξιοποιήθηκε ώστε να δημιουργηθούν διεθνώς ανταγωνιστικές μονάδες χαλυβουργίας και τσιμέντου.

Η ύπαρξη εγχώριας βιομηχανίας δομικών υλικών συνετέλεσε στη συγκράτηση του κόστους κατασκευής των νέων οικιών, που ήταν απαραίτητες μετά τον Πόλεμο, καθώς τα στάνταρντ ζωής και οι προσδοκίες των Ελλήνων για τις ανέσεις της κατοικίας ήταν μη συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες προπολεμικές. Ειδικά το οπλισμένο σκυρόδεμα, ως το πλέον αξιόπιστο, ασφαλές και οικονομικό δομικό υλικό για τα δεδομένα της χώρας, κυριάρχησε στον κατασκευαστικό τομέα. Διαμόρφωσε το εγχώριο οικονομικό οικιστικό πρότυπο στον τομέα της ιδιωτικής κατοικίας (residential), ουσιαστικά αποκλείοντας εναλλακτικά υλικά δόμησης του σκελετού των κτιρίων, όπως π.χ. το ξύλο και το μέταλλο, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 2000. Αυτό αποδεικνύεται και από την υψηλότατη κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση τσιμέντου στη χώρα μας, ειδικά μετά το 1970. Η μεταπολεμική ανάπτυξη εγχώριας βαριάς βιομηχανίας οικοδομικών υλικών συνετέλεσε ουσιωδώς στη συγκράτηση του κόστους ανέγερσης κατοικιών στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Οι κλάδοι της χαλυβουργίας και της τσιμεντοβιομηχανίας, ειδικά δε οι μεγάλες μονάδες τους, εισήγαγαν τεχνική γνώση στη χώρα και τη μεταλαμπάδευσαν στις επόμενες γενιές τεχνικών και μηχανικών. Η εισαγωγή και η οικειοποίηση της γνώσης έγιναν από το 1964 στον Τιτάνα (για τον οποίον γνωρίζω καλά) με εστιασμένα σεμινάρια, κυρίως όμως με μετάκληση ξένων τεχνικών (και αφομοίωση της τεχνογνωσίας τους) και με on the job training. Η σημαντική τεχνική γνώση που αναπτύχθηκε σε διαδοχικές γενιές μηχανικών και τεχνικών δημιούργησε βηματικές τεχνικές εξελίξεις, οι οποίες οδήγησαν σε σωρευτικές βελτιώσεις κοστολογίου παραγωγής. Το ανταγωνιστικό κόστος επέτρεψε στην ελληνική τσιμεντοβιομηχανία να καταστεί τη δεκαετία του ‘70 η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη παγκοσμίως.

Οι κερδοφόρες επιχειρήσεις της εποχής, έχοντας και το κρίσιμο μέγεθος, μπόρεσαν να ενσωματώσουν σύγχρονες για την εποχή τους μεθόδους διοίκησης, τις οποίες αξιοποίησαν ταστελέχη τους. Ανάλογα με την επιχειρηματική στρατηγική που χάραξαν οι μεγάλες εταιρείες του οικοδομικού τομέα, μπόρεσαν, ή απέτυχαν, να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό. Στην τσιμεντοβιομηχανία, όλες οι εγχώριες εταιρείες πλην του Τιτάνα υπέκυψαν στις προσπάθειες εξαγοράς τους από πολυεθνικές. Η ΑΓΕΤ κατέληξε σε ξένη εταιρεία το 1992, όχι λόγω ανεπάρκειας της πολύ άξιας από το 1917 έως το 1983 διοίκησής της, αλλά λόγω της απόφασης του Υπουργείου Οικονομικών το 1983 να την κρατικοποιήσει, καθώς και αντίστροφης απόφασης της κυβέρνησης το 1992 να την επαναϊδιωτικοποιήσει.

Το παράδειγμα του Τιτάνα και της ΑΓΕΤ αποτελεί την επιβεβαίωση της αξίας που προσδίδει στην επιχείρηση η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού. Πέραν των ευκαιριών που παρέχουν οι αγορές και οι τεχνολογικές καινοτομίες, η μακροχρόνια ανάπτυξη βασίζεται σε αξίες όπως η γνώση και η ικανότητα προσαρμογής σε διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ειδικά οι ιδιοκτήτες του Τιτάνα ενδιαφέρθηκαν εντόνως για τη μεταλαμπάδευση της γνώσης αυτής στην ελληνική αγορά εργασίας συνολικά, χρηματοδοτώντας και ενισχύοντας την ίδρυση και λειτουργία επαγγελματικών ινστιτούτων (ΙΒΕΠΕ, ΕΕΔΕ και ALBA) για μεσαία και ανώτερα στελέχη, αλλά και της μετέπειτα Δημόσιας Ανώτατης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά (ΑΒΣΠ), νυν ΠΑ.ΠΕΙ. Νωρίτερα, ο ιδρυτής της ΑΓΕΤ, Α. Χατζηκυριάκος, είχε συνεισφέρει ουσιωδώς στη δημιουργία της Σιβιτανιδείου μέσης τεχνικής σχολής. Τέλος, στο θέμα της ασφάλειας των εργαζομένων, η συμβολή του Τιτάνα στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων στην ελληνική βιομηχανία ήταν σημαντική και διαρκής.


Λευτέρης Αναστασάκης είναι Χημικός του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Διαθέτει μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) του Πανεπιστημίου Πειραιώς, καθώς και Μάστερ στην Ιστορία των Επιστημών και της Τεχνολογίας από το ΕΚΠΑ και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Διαπανεπιστημιακό Πρόγραμμα). Είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην Βιομηχανική Πολιτική και Βιομηχανική Ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας από το ΕΚΠΑ.

Από το 1990 έως το 2017 εργάστηκε σε θέσεις ευθύνης σε πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε εργοστάσια παραγωγής και στο επιτελικό κέντρο εταιρειών, στους τομείς του HR και της προσαρμογής των Ελληνικών επιχειρήσεων στην ευρωπαϊκή νομοθεσία. Επίσης, ως εκπρόσωπος του ΣΕΒ συμμετείχε επί πολλά έτη σε ΔΣ ευάριθμων δημοσίων οργανισμών. Από το 2018 είναι Αντιπρόεδρος της PRIORITY. Γνωρίζει Αγγλικά, Κινέζικα, Γερμανικά, Γαλλικά και Ισπανικά.

Είναι παντρεμένος και έχει δύο γιους που εργάζονται στην Ελλάδα και στη Βρετανία στον κλάδο της Πληροφορικής. Ερασιτέχνης Μαραθωνοδρόμος. Είναι εθελοντής καθηγητής στο Χαμόγελο του Παιδιού και μέλος του ΔΣ από το 2014 έως το 2020. Στο Χαμόγελο κατευθύνονται όλα τα έσοδα από τα συγγραφικά του δικαιώματα.