Στο παρελθόν ανήκει από την αρχή του 2022 το διατραπεζικό επιτόκιο του Λονδίνου (London Interbank Offered Rate ή LIBOR) που επί δεκαετίες υπήρξε η βάση υπολογισμού του κόστους χρήματος διεθνώς. Αντιπροσώπευε ένα επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού το οποίο παρείχαν συγκεκριμένες τράπεζες (Libor panel Banks) σε διατραπεζικές συναλλαγές χωρίς εξασφαλίσεις. Πλέον όλα τα δάνεια με επιτόκιο αναφοράς το LIBOR έχουν υποχρεωτικά μεταχθεί σε νέο επιτόκιο αναφοράς, ανάλογα με το νόμισμα.

Στην Ελλάδα, η συντριπτική πλειονότητα των δανείων σε ξένο νόμισμα είναι σε ελβετικό φράγκο, με επιτόκιο αναφοράς το LIBOR. Σύμφωνα με σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής νέο επιτόκιο αναφοράς για τα δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο, είναι ο δείκτης SARON – Swiss Average Rate Overnight, δηλαδή, ο μέσος δείκτης επιτοκίων του Ελβετικού Φράγκου διάρκειας μίας ημέρας.

Η αρχή του τέλους έγινε το 2008, όταν αποκαλύφθηκε ότι επί σειρά ετών οι εμπλεκόμενες τράπεζες συνεργάζονταν στον καθορισμό των επιτοκίων. Κολοσσοί όπως η Barclays, η UBS και η Royal Bank of Scotland αναγκάστηκαν να πληρώσουν πρόστιμα συνολικού ύψους $9 δισ. ενώ πρώην στέλεχος της UBS κατέληξε στη φυλακή.

Στο ζενίθ της χρήσης του το LIBOR υπήρξε βάση υπολογισμού του κόστους χρήματος για συμβόλαια συνολικής αξίας $300 τρισ.! Δημιουργήθηκε το 1969 από τον Έλληνα τραπεζικό Μίνωα Ζομπανάκη, προκειμένου να χορηγηθεί δάνειο $80 εκατ. προς τον σάχη του Ιράν, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί. Το επιτόκιο θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει ότι ο σάχης είχε εξαιρετικά υψηλό αξιόχρεο, οπότε ο Ζομπανάκης σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ως μέγεθος αναφοράς το μέσο επιτόκιο που χρέωναν στον μεταξύ τους δανεισμό οι μεγάλες τράπεζες του Λονδίνου, που είχαν αντίστοιχο αξιόχρεο. Αναλυτικά η ιστορία δημιουργίας του LIBOR περιγράφεται στο βιβλίο «Μίνως Ζομπανάκης. Τραπεζίτης Χωρίς Σύνορα» του Ντέιβιντ Λάσελς, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις economia στα ελληνικά και στα αγγλικά.