Μιλώντας για βιομηχανία, για  μύθους και για προσγειώσεις

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

Ξεκίνησε να είναι μια παρουσίαση βιβλίου – του «Καινοτομία και βιομηχανικός μετασχηματισμός της Ελλάδας, 1950-1973», του Λευτέρη Αναστασάκη (στις Εκδόσεις Κέρκυρα – Economia Publishing) – αλλά πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε κάτι ευρύτερο, με μια νότα «Τότε που ζούσαμε…», αλλά και με αναζήτηση προοπτικής για την Ελλάδα του σήμερα. Βέβαια, ήδη η συμμετοχή ως παρουσιαστών/σχολιαστών Γιάννη Στουρνάρα και Παναγή Βουρλούμη, με συντονιστή της συζήτησης Πάσχο Μανδραβέλη και παρεμβάσεις π.χ. από Γιώργο Τσάτσο και Ραφαήλ Μωυσή, ούτως ή άλλως προοιωνίζονταν το άνοιγμα της συζήτησης: πάντως, ο υπότιτλος του ίδιου του βιβλίου – «Διαδεδομένοι μύθοι και αφανείς αλήθειες» – έδινε το στίγμα/τον πυρήνα της συζήτησης. Ενώ μια άλλη παρέμβαση από το κοινό, που αποτόλμησε αναφορά στην «Βαριά Βιομηχανία» του Δημήτρη Μπάτση, οδήγησε σε μια ιδιαίτερη κατακλείδα.

Εκείνο που επισημάνθηκε ότι κάνει το βιβλίο του Λ. Αναστασάκη (που κατόρθωσε να μετεξελιχθεί από διατριβή σε ένα ζωντανό αφήγημα, κρατώντας ωστόσο τα στοιχεία βάσης που νομιμοποιούν την προσέγγιση του συγγραφέα: ο Γ. Στουρνάρας στάθηκε αρκετά σ’ αυτήν την διάσταση) ήταν μια αναζήτηση του πώς 6 βιομηχανικοί κλάδοι – τσιμέντα, χάλυβας, κλωστοϋφαντουργία, πλαστικά, ναυπηγεία, λευκές οικιακές συσκευές – με 7 εταιρείες να αναλύονται, λειτούργησαν τα χρόνια της ακμής της μεταποίησης στην μεταπολεμική Ελλάδα. Το κάνει όμως πρώτα-πρώτα επιχειρώντας μια βουτιά σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν, πέρα από τα στοιχεία, να καταθέσουν άμεσες προσωπικές εμπειρίες. δεύτερον ενσωματώνοντας την φωνή μεσαίων στελεχών και όχι μόνον του κορυφαίου μάνατζμεντ/της ιδιοκτησίας.  τρίτον, φέρνοντας αυτές τις καταθέσεις σε τριβή με την πορεία των ίδιων των επιχειρήσεων. Επιπλέον, όμως – κι αυτό επισημάνθηκε πολιτικότερα από τον Πάσχο Μανδραβέλη – βάζει το στοίχημα να ανατρέψει τα στερεότυπα  για την βιομηχανία που έχουν επικρατήσει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης (τότε, δηλαδή, που η Ελληνική βιομηχανία βαθμιαία οπισθοχώρησε και «ήρθαν τα δύσκολα» –  που, όπως παρατήρησε ο Π. Βουρλούμης, έμειναν εκτός της προσέγγισης Αναστασάκη). Στερεότυπα όπως ότι η Ελληνική βιομηχανία δεν ενσωμάτωσε τεχνολογία, ότι δεν συμπορεύθηκε με εκπαίδευση, ότι δεν έδωσε ουσιαστικές αμοιβές ότι οι Έλληνες βιομήχανοι δεν ρίσκαραν δικά τους κεφάλαια.

Η δουλειά του Αναστασάκη, που συνδύασε δημόσια διαθέσιμα στοιχεία, επίσης δημοσίως προσβάσιμο αρχειακό υλικό αλλά και πρόσθετο αρχειακό υλικό στο οποίο κατόρθωσε να αποκτήσει πρόσβαση, έρχεται – κι αυτό, αναδείχθηκε στην συζήτηση από τον Γ. Στουρνάρα, αποτελεί σημαντική συμβολή στον προβληματισμό για την συνολικότερη προσέγγιση εκείνης της εποχής – και αναδεικνύει το πώς μικροεφευρέσεις και βελτιώσεις χωρίς πατέντα δημιούργησαν τις συνθήκες ακμής της μεταποίησης (σε μια εποχή που οι εισαγωγές εξοπλισμού ήταν και περιορισμένες και δύσκολες). Από τον συσχετισμό, επίσης, ισολογισμών και γενικότερων στατιστικών προκύπτει ότι η σπάνις δανειακών κεφαλαίων έκανε τις επενδύσεις της εποχής εκείνης να χρηματοδοτούνται είτε από ίδια κεφάλαια των ιδιοκτητών, είτε πάλι από μη διανεμόμενα κέρδη που άγονταν σε επενδύσεις.

Χωρίς να ενδύεται ένδυμα ιεροκήρυκα, αλλά συστηματικά, ο Λευτέρης Αναστασάκης αποδομεί αυτά που θεωρεί μύθους γύρω από την μεταπολεμική βιομηχανία. Αυτό και ανέδειξε περισσότερο έντονα ο Παναγής Βουρλούμης, θέτοντας την έμφαση στην πολιτική χρήση των αρνητικών στερεοτύπων περί βιομηχανίας στην μετέπειτα περίοδο, εκείνην που δεν θέλησε να καλύψει ο Λ. Αναστασάκης. Όταν τέθηκε από το ακροατήριο το ερώτημα πώς αυτό συμβιβάζεται με το ότι – αν λάβει κανείς τα χρόνια της Μεταπολίτευσης συνολικά – η πολιτική χρήση των στερεοτύπων περί βιομηχανίας κάλυψε Κυβερνήσεις της Δεξιάς, της Κεντροαριστεράς, της Κεντροδεξιάς και της Αριστεράς, η απάντηση Βουρλούμη στάθηκε στην πολιτική χρησιμότητα των στερεοτύπων, με μια περί αιχμή λαϊκισμού. Ο ίδιος, πάντως, στην τοποθέτησή του ενσωμάτωσε το στοιχείο της αισιοδοξίας και της επένδυσης στο μέλλον που χαρακτήριζε την εποχή – χωρίς πάντως να παραλείψει να αναφερθεί και στην ύπαρξη περιπτώσεων επιχειρηματιών που, με τον τρόπο ζωής τους, προκαλούσαν.

Την ίδια αυτή διάσταση του θετικού πνεύματος της εποχής ανέδειξε με την δική  του προσέγγιση και ο Γ. Στουρνάρας, ο οποίος όμως έδωσε έμφαση και στις συνθήκες σταθερότητας και προσεκτικής οικονομικής/νομισματικής πολιτικής που, μετά την υποτίμηση Μαρκεζίνη, είχαν αντιστηρίξει την αναπτυξιακή δυναμική που εκδηλώθηκε.

Από τις παρεμβάσεις της αίθουσας, εκείνη του Γιώργου Τσάτσου στάθηκε αρκετά στην ρίζα των αρνητικών στερεοτύπων, που δεν υπήρξαν ασύνδετα με την τότε και μετέπειτα πολιτική διαχείριση (ο Π. Βουρλούμης, ευθύτερα, αναφέρθηκε στην κοινωνική ζήλεια). Ενώ ο Ραφαήλ Μωυσής σημείωσε τον ρόλο που έπαιξε στην συνολική διαδικασία ανάπτυξης της μεταποίησης η – με κρατική πρωτοβουλία και κρατικά κεφάλαια – κυριαρχική παρουσία της ΔΕΗ στην ενεργειακή οικονομία.

Αναφερθήκαμε ήδη στην, σχεδόν ακροτελεύτια, παρέμβαση από το κοινό – στην υπενθύμιση της εποχής όπου η βιομηχανία αποτελούσε στην Ελλάδα όχι μόνο της κεφαλαιοκρατικής (ή του Σχεδίου Μάρσαλ) λογικής αναπτυξιακή μήτρα, αλλά και της Αριστεράς (όθεν και η αναφορά στην «Βαριά Βιομηχανία» του Μπάτση). Κατάληξη μάλιστα της παρέμβασης εκείνης ήταν μια ευχή να επανέλθει η βιομηχανία στην Ελλάδα σε ένα 20% του ΑΕΠ, όπως γίνεται συζήτηση και στην – υπό επαναβιομηχανίση – Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί, ευγενικά αλλά σταθερά, υπήρξε η και τελική παρατήρηση Στουρνάρα: ότι σήμερα πλέον δεν είναι νοητό να τίθενται στόχοι, ούτε καν βιομηχανική πολιτική υπό την έννοια κλαδικών επιλογών ή/και ενισχύσεων (πέραν του πλαισίου που επιτρέπουν οι Ευρωπαϊκοί κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων). Μόνο μέσα από την εξασφάλιση ευνοϊκού μακροοικονομικού περιβάλλοντος είναι εφικτή η ενίσχυση στην βιομηχανική δραστηριότητα.

Γι’ αυτό, άλλωστε, και έχει μεγαλύτερη σημασία – κατά Στουρνάρα – να συνεχισθεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν αποεπιταχυνθεί τελευταίως.