Παρουσίαση του βιβλίου του Θεόδωρου Πάγκαλου “Όλοι μαζί τα φάγαμε… και συνεχίζουμε να τα τρώμε”

Με ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε, το απόγευμα της Παρασκευής, 30 Νοεμβρίου 2018, στον Πολυχώρο EcoZone, η παρουσίαση του βιβλίου «Τα φάγαμε όλοι μαζί… και συνεχίζουμε να τα τρώμε», του Θεόδωρου Πάγκαλου. Πρόκειται για επικαιροποιημένη έκδοση του βιβλίου, την οποία ανέλαβαν οι Εκδόσεις ΚΕΡΚΥΡΑ-economia Publishing, που διοργάνωσαν και την παρουσίαση. Την ενδιαφέρουσα συζήτηση που εξελίχθηκε, συντόνισε ο γενικός διευθυντής του Ομίλου economia, Aντώνης Παπαγιαννίδης.

Ο πρώην Υπουργός, Αλέκος Παπαδόπουλος, στην τοποθέτησή του υποστήριξε ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε κρίση, η οποία δεν είναι «απλά διαχειριστική αλλά βαθιά θεσμική, πολιτιστική, περιβαλλοντική, πολιτική και στο τέλος οικονομική». Πρόσθεσε ότι «ο λαός έχει ευθύνες αλλά δεν είναι ένοχος – ένοχο είναι το παιδαγωγικό πρότυπο που εξέπεμψαν και εκπέμπουν οι ελίτ της χώρας». Κι αυτό, καθώς «η ελληνική κοινωνία από ανεξαρτησίας δεν αφέθηκε να ολοκληρωθεί ποτέ πολιτιστικά και έτσι δεν ολοκληρώθηκε ούτε θεσμικά και πολιτικά, ώστε να διαθέτει αξίες- αντισώματα, που θα αντιδρούσαν όταν εξαχρειώνονται οι κυρίαρχες τάξεις». Έκανε λόγο για «μικροαστικό χυλό της αναίδειας, του ψευτοαριστερισμού, ψευτοπατριωτισμού, ψευτοπροοδευτισμού», χρεώνοντας τα χαρακτηριστικά αυτά σε μια εποχή κατά την οποία «η ελληνική κοινωνία άρχισε να μεταπίπτει από κοινωνία της επιβίωσης σε μια κοινωνία της ρυπαρής κατανάλωσης, χωρίς φραγμό και μέτρο». Αναφερόμενος στο βιβλίο, χαριτολογώντας, υποστήριξε ότι δεν θα επέλεγε αυτό τον τίτλο αλλά το «μαζί τα ήπιαμε». Έσπευσε να προσθέσει, όμως, ότι «με αυτά που αναφέρει μέσα, τεκμηριώνει επαρκώς τον τίτλο» και χαρακτήρισε τον συγγραφέα «άνθρωπο που χαίρει οικουμενικής εκτίμησης, έλεγε και λέει τα πράγματα με τραχύ αλλά αληθινό λόγο, κάτι που δυστυχώς λείπει». Εμφανίστηκε απαισιόδοξος για το μέλλον, υποστηρίζοντας ότι «αυτός ο τύπος πολιτικού εκλείπει στην Ελλάδα, ίσως επειδή δεν ταιριάζει με τα νεόπλουτα στερεότυπα που καλλιεργούν τα ΜΜΕ» και κυρίως ότι «συνεχίζουμε να μην διαμορφώνουμε θεσμούς αυτοπροστασίας, που θα προστάτευαν από τις κακοτοπιές».

Ο πρώην Υπουργός Στέφανος Μάνος, παίρνοντας στη συνέχεια τον λόγο, υπενθύμισε ότι «όλα ξεκίνησαν από φράση του Πάγκαλου σε μια επιτροπή της Βουλής», την οποία στη συνέχεια ο συγγραφέας θεώρησε απαραίτητο να τεκμηριώσει γράφοντας το βιβλίο. Υποστήριξε ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει «μια κυβέρνηση Μαρξιστών, που έχει βαλθεί να καταστρέψει κεφάλαιο και τα τελευταία 7 χρόνια έχει επιτύχει να εξαφανίσει κεφάλαιο». Προς υποστήριξη αυτού απαρίθμησε τη μείωση της κεφαλαιοποίησης των 4 μεγάλων τραπεζών κατά 17 δισ. ευρώ, εκτίμησε την απώλεια στις αξίες των ακινήτων 500 δισ. ευρώ και προσέθεσε τη μείωση των καταθέσεων κατά 106 δισ. ευρώ. «Χωρίς κεφάλαια δεν θα υπάρξουν επενδύσεις», προειδοποίησε αλλά συμπλήρωσε ότι η κυβέρνηση των Μαρξιστών «ψυχρή και κυνική, επιλέγει όχι το γενικό καλό αλλά να υπηρετήσει τους πολλούς, κάτι που είναι προφανές σε όλα τα μέτρα που ανακοινώνονται». Διαχώρισε, δε, την κοινωνία σε δύο ομάδες – τα 2,3 εκατομμύρια του ιδιωτικού τομέα που παράγει και τα 4 εκατομμύρια των συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και ανέργων που συντηρούνται από τους πρώτους. Και εκτίμησε ότι «σταδιακά αυτοί που πληρώνουν θα λιγοστεύουν, καθώς θα φεύγουν, με αποτέλεσμα αυτοί που πληρώνουν να κληθούν να πληρώνουν περισσότερα». Προέβλεψε ότι «η έξοδος στις αγορές θα είναι επώδυνη ή και αδύνατη» και έκανε λόγο για «σαφή σημάδια επερχόμενης καταιγίδας». Ολοκλήρωσε την τοποθέτησή του υποστηρίζοντας ότι «κύριος στόχος του βιβλίου είναι η αυτογνωσία» και ευχόμενος αυτός να επιτευχθεί.

Στη συνέχεια τον λόγο έλαβε ο Διευθυντής Πληροφορικής στο Media Lab του ΜΙΤ, Μιχάλης Μπλέτσας, διαφωνώντας με την άποψη ότι «η σημερινή κυβέρνηση επιτίθεται στο κεφάλαιο» και υποστηρίζοντας ότι «στόχος της είναι οι θεσμοί, η ύπαρξη των οποίων είναι αυτό που μας ξεχώριζε από τη Λ. Αμερική». Ως αποτέλεσμα, έθεσε ως βασικό διακύβευμα της περιόδου να καταλάβουμε ότι «στην κυβέρνηση έχουμε εχθρούς της αστικής δημοκρατίας». Για το βιβλίο ανέφερε ότι: «Δεν θα μπορούσε να έχει άλλο τίτλο, καθώς όλη η συζήτηση ξεκίνησε από μια φράση-σύνθημα που προέκυψε από ένα μεγαλύτερο κομμάτι προφορικού λόγου στη Βουλή. Ο εκφέρων το σύνθημα αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του για να το εξηγήσει, σε μια περίοδο που δυστυχώς η πολιτική έχει περιοριστεί στην ανταλλαγή συνθημάτων». Έθεσε ως βασικό ζητούμενο για την Ελλάδα «τη χαμένη κανονικότητα και τη θεσμική ωρίμανση» και εκτίμησε ότι «όποιος καταφέρει να το περάσει αυτό ως σύνθημα στους ψηφοφόρους, θα πετύχει να πάει τη χώρα μπροστά». Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, υποστήριξε ότι «το μαζί τα φάγαμε ήταν επιτυχημένο σύνθημα, καθώς ο αντίλογος δεν μπόρεσε ποτέ να εκφέρει ένα καλό επιχείρημα», ενώ αντίθετα ένα άλλο σύνθημα που χαρακτήρισε την κυβέρνηση Παπανδρέου, το «λεφτά υπάρχουν», αποδείχθηκε από τα πλέον αποτυχημένα. Και τα δύο αυτά συνθήματα δικαιολογεί ο υπότιτλος, στη νέα έκδοση του βιβλίου: «και συνεχίζουμε να τα τρώμε».

Ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου, ξεκίνησε τη δική του ομιλία χαρακτηρίζοντας τον Πάγκαλο «μία από τις σημαντικότερες μορφές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και από τους Έλληνες πολιτικούς που άφησαν σημαντικό αποτύπωμα στην ΕΕ». Στη συνέχεια υπενθύμισε ότι η κρίση «δεν ήταν απλά δημοσιονομική αλλά κυρίως κρίση ανταγωνιστικότητας» και επεσήμανε ότι «ακόμα και αν αθροίσουμε όλα τα ποσά των Προϋπολογισμών Δημοσίων Έργων της μεταπολίτευσης και θεωρήσουμε ότι πήγαν σε μίζες, δεν προκύπτει το μέγεθος του δημοσίου χρέους». Πρόσθεσε, δε, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις μίζες, «που υπήρξαν και ήταν σημαντικές», δεν είναι τόσο η συσσώρευση ελλειμμάτων αλλά ότι δημιουργούν στρέβλωση κινήτρων: Ο καλός επιχειρηματίας δεν έχει κίνητρο να κάνει ανταγωνιστικότερο το προϊόν του αλλά να επενδύσει σε διασυνδέσεις με εκείνους που θα τον βοηθήσουν στην προσοδοθηρία. Στη συνέχεια εστίασε σε ένα δεύτερο πρόβλημα της οικονομίας, το ιδιαίτερα μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, που «δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας ή φάσματος, να έχουν την κατάλληλη κεφαλαιακή δομή, να επενδύουν σε R&D». Ως αποτέλεσμα «επιβιώνουν με τη φοροδιαφυγή, την καταπάτηση της εργατικής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και, κυρίως, είναι αναποτελεσματικές». Διαφώνησε σε ένα σημείο με το βιβλίο, υποστηρίζοντας ότι «περισσότερο καθοριστικό από το ρουσφέτι για την κατάντια που είχαμε, ήταν η χωρίς κανένα όριο επιβολή των ομάδων συμφερόντων», καθώς «το κόστος στις περιπτώσεις αυτές είναι απείρως μεγαλύτερο». Προσέθεσε ότι «σε μια δημοκρατία η εντολή που δίνει ο λαός στον πολιτικό είναι να κάνει κάποια συγκεκριμένα πράγματα – ρουσφέτια και διορισμούς ζητάγαμε και αυτά έκαναν οι πολιτικοί» αν και ξεκαθάρισε πως «σε αυτό το τραπέζι υπάρχουν άτομα που αντιστάθηκαν αλλά τους έφαγε η μαρμάγκα». Στο πλαίσιο αυτό συμφώνησε ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε αλλά όχι όλοι εξίσου». Εκτίμησε ότι «με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ διαλύθηκε ο μύθος ότι υπάρχουν άκοπες λύσεις, κάτι που σε όλη τη διάρκεια της κρίσης διαφημίστηκε κατά κόρον» και εξέφρασε την ανησυχία του ότι «κάποια από τα θεσμικά αναχώματα, όπως το δικαστικό σώμα, δυστυχώς συχνά υποδαύλισαν αυτή τη νοοτροπία» και «σε λίγο την οικονομική πολιτική θα την κάνουν τα δικαστήρια και όχι η εκλεγμένη κυβέρνηση». Τέλος τάχθηκε υπέρ του δραστικού περιορισμού του δημοσίου τομέα και γι’ αυτό υποστήριξε ότι «χρειαζόμαστε απολύσεις».

Στο σημείο αυτό στάθηκε και ο συγγραφέας του βιβλίου, ολοκληρώνοντας την παρουσίαση: «Θα ψηφίσω για τρίτη φορά Νέα Δημοκρατία για δύο λόγους: Επειδή ο Μητσοτάκης μίλησε για απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και επειδή δεν ψήφισε τον Παυλόπουλο, καθώς ήταν εκείνος που αύξησε τους δημοσίους υπαλλήλους και τόλμησε, μόνος αυτός, να τους κάνει μονίμους». Χρέωσε, επιπλέον, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι «έκλεισε την αστυνομία στους στρατώνες της για να καεί το κέντρο της Αθήνας» και προσέθεσε «ανεβάσαμε στο ύπατο αξίωμα της πολιτείας, τον άνθρωπο που διέλυσε το ελληνικό κράτος». Ο κ. Πάγκαλος ευχαρίστησε τους διοργανωτές που εξασφάλισαν το συγκεκριμένο πάνελ παρουσίασης του βιβλίου, του οποίου «κυκλοφορεί η νέα, λαμπρή έκδοση, μετά την εξάντληση των προηγουμένων». Δήλωσε «οπαδός της αστικής δημοκρατίας και από τους λόγους που, ενώ από νωρίς υπήρξα μαρξιστής, εγκατάλειψα τον κομμουνιστικό χώρο». Αποκάλυψε ότι μετά την ομιλία του στην Επιτροπή της Βουλής, «σιγά – σιγά διαπίστωσα ότι με τις τέσσερις λέξεις είχα κάνει παραγωγή πολιτικής». Ανέφερε ως πρόβλημα της χώρας ότι «οι δαπάνες μεγαλώνουν ταχύτερα από τα έσοδα» και ότι «προεξοφλούσαμε το μέλλον, τόσο κατά την πρώτη 8ετία του ΠΑΣΟΚ όσο και κατά τη δεύτερη 4ετία του Σημίτη». Ανέφερε ως το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που του έκαναν ποτέ την απάντηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σε ερώτηση δημοσιογράφου, ότι «θα έπαιρνε από το ΠΑΣΟΚ τον Παπαδόπουλο για Υπουργό Οικονομικών και τον Πάγκαλο για Υπουργό Εξωτερικών». Εμφανίστηκε να διαφοροποιείται από το ΠΑΣΟΚ (ΚΙΝΑΛ δεν το λένε τώρα, αναρωτήθηκε), καθώς υπενθύμισε ότι «ελέγχει και σήμερα την ηγεσία της ΑΔΕΔΥ αλλά το 80% των δημοσίων υπαλλήλων αρνείται, παρανόμως, την αξιολόγηση». Τέλος, κι αυτός με τη σειρά του τάχθηκε υπέρ των απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων, επισημαίνοντας ότι «το Σύνταγμα λέει ότι οι υπάλληλοι είναι μόνιμοι όσο υπάρχουν οι θέσεις – αν όμως καταργήσεις τον οργανισμό;».

Κλείνοντας την εκδήλωση, η εκδότρια, Αλεξάνδρα Κ. Βοβολίνη, ευχαρίστησε τους παριστάμενους και αποκάλυψε ότι ανέλαβε το συγκεκριμένο εκδοτικό εγχείρημα, πρωτίστως για τη αποστροφή του κειμένου: «Η ιδεολογία της αρπαχτής, της παρασιτικής κατανάλωσης, της εγωπαθούς ιδιοτέλειας, διαπερνά όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις παρατάξεις». Στη βάση αυτή, ευχήθηκε στην επόμενή εκδήλωση «να κάνουμε διάλογο χωρίς ταμπέλες».