Δημοσιονομικά της ΕΕ και Σύμφωνο Μετανάστευσης: μετά τους πανηγυρισμούς, οι προσγειώσεις

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

Όταν κορυφαίοι πολιτικοί της Ευρώπης και η νομενκλατούρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – «οι Βρυξέλλες» – προβαίνουν σε δηλώσεις ενθουσιασμού και αυτεπιβράβευσης, τότε το θυμοσοφικό «κράταγε μικρό καλάθι» είναι ο καλύτερος οδηγός. Ίσχυσε αυτό στο κλείσιμο του 2023 (το οποίο προηγείται του εκλογικού 2024/Ευρωεκλογές: διόλου σύμπτωση, λοιπόν), όταν κατορθώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα (α) να αναθεωρηθεί το δημοσιονομικό πλαίσιο της Ένωσης, λιγο προτού επανέλθει η πλήρης εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας μετά την λήξη της άρσης ισχύος της ρήτρας διαφυγής του λόγω Covid και εν συνεχεία λόγω Ουκρανίας και (β) να φθάσει σε τελική ευθεία το νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου της ΕΕ.

Όταν, επιπλέον, οι εθνικές αρχές έρχονται να συνεορτάσουν, αυτεπιβραβευόμενες με την σειρά τους, τότε το καλάθι πρέπει – επιπλέον – να κουβαλιέται με μεγαλύτερη ακόμη προσοχή!

Στην Ελλάδα τέλους του έτους 2023, η οποία λίγο μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είδε τον ECONOMIST να κηρύσσει την οικονομία της «Οικονομία της Χρονιάς» (με επιχειρηματολογία και με βάση συνθετικό δείκτη, πέρα από τις επιδόσεις σε ΑΕΠ ρυθμό μείωσης του χρέους και περιορισμό της ανεργίας), τότε ο πειρασμός να ολοκληρωθεί η αποτίμηση των – πρόσθετα – θετικών επιπτώσεων από το αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο και από τους «νέους» κανόνες για το Μεταναστευτικό προκύπτει πειρασμός αυτονόητος. Και μάλιστα όταν, στην μεν οικονομική/δημοσιονομική διαχείριση η χρονιά κλείνει με πρωτογενές πλεόνασμα και υπεραπόδοση φόρων, στην δε πλευρά του Μεταναστευτικού η Κυβέρνηση ολοκλήρωσε (επιτυχείς) ασκήσεις πολιτικής αντοχής με την (έκτακτη και μερική έστω) ένταξη δεκάδων χιλιάδων παράτυπων μεταναστών στον εργασιακό κορμό της χώρας.

Απ’ εδώ και πέρα, όμως, χρειάζονται κάποιες επιφυλάξεις αυτοπροστασίας της σοβαρότητας. Της Κυβέρνησης, της δημόσιας συζήτησης, του σχεδιασμού του αύριο.

Το γεγονός ότι οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες διατηρούν τα όρια του 3% του ΑΕΠ για το έλλειμμα (πέραν του οποίου πυροβολείται «υπερβολικό έλλειμμα») και του 60% του ΑΕΠ για το χρέος , όρια που είναι σε όλους γνωστό και κατανοητό ότι πάντως ως προς το χρέος είναι ανέφικτο να τηρούνται, ενώ ως προς το έλλειμμα απεδείχθησαν αυτοτραυματιστικά, δεν είναι καλό να παραβλέπεται. Ασφαλώς και έχει σημασία η τρίδιπλη ελαστικότητα που προστίθεται πλέον κατά την παρακολούθηση των οικονομιών από τις Βρυξέλλες – αν και, μεταξύ μας, το πιο σημαντικό είναι ότι ώρες προτού «κλείσει» η συμφωνία είχαμε ην επιμελημένη διαρροή ότι Γερμανία και Γαλλία κατεβαίνουν με κοινή πρόταση, «πολύ κοντά» στην πρόταση με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε τοποθετηθεί θεσμικά.  Όταν «οι μεγάλοι» συμφωνούν, κάποια λύση θα βγει στο τέλος. Και ένας καλοδεχούμενος ρεαλισμός – αντί της ψυχαναγκαστικής λογικής Σώϋμπλε – θα ισχύσει κατά την εφαρμογή των κανόνων.

Όμως, για να σταθούμε σε ένα ζήτημα άμεσου Ελληνικού ενδιαφέροντος, η συμφωνία για μη-συνυπολογισμό των εξοπλιστικών δαπανών (που βοηθάει εμάς, αλλά «πηγάζει» από τα προγράμματα εξοπλισμού των χωρών της ΕΕ μετά το σοκ του πολέμου στην Ουκρανία, με πρώτη την Γερμανική απόφαση για Zeitenwende επανεξοπλισμού) δεν σημαίνει ότι τα εξοπλιστικά κάπως μαγικά θα  «σβήνουν» από το χρέος: απλώς δεν θα συνυπολογίζονται αυτόματα όταν είναι να βρεθεί μια χώρα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Αντίστοιχα, η κατ’ αρχήν συμφωνία ότι το ναρκοθετημένο 2033 – τότε δηλαδή που θα έχει λήξει η περίοδος χάριτος η οποία δόθηκε το 2018 στην Ελλάδα για την μη-καταβολή τόκων του επίσημου χρέους της/των δανείων της «διάσωσης» – δεν θα πέσει ένα πακέτο δισεκατομμυρίων στο κεφάλι μας (με τις αγορές να στραβώνουν), αλλά θα διευθετηθεί , δεν αποτελεί κάποιου είδους διαγραφή αλλά συμφωνία για χρονική/τεχνική διευθέτηση (smoothing out).

Αντίστοιχα, δε, ισχύουν και με το κυρίως ζήτημα της υποχρέωσης των χωρών με μεγάλο χρέος (90% του ΑΕΠ: παρόλες τις βελτιώσεις των τελευταίων χρόνων, αυτό το όριο μας πιάνει και θα μας πιάνει επί χρόνια). Θετικό  μεν ότι δεν θα ζητείται κάθε χρόνο να μειώνεται το χρέος κατά 4-5% του ΑΕΠ για να πάει στο 60%, αλλά δεν – ΔΕΝ – περνάμε αυτόματα στο 1% που αναφέρεται. Πρόκειται για είναι το μίνιμουμ μείωσης που αναφέρεται. όμως η «σωστή» πορεία μείωσης του χρέους θα συμφωνείται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα πλαίσια ετών συμφώνων (και με τήρηση «δημοσιονομικού αποθέματος» 1,5% του ΑΕΠ). Η υπεραπόδοση του 2022-23 σ’ αυτό το πεδίο, εν μέρει οργανωμένα/συνειδητά και εν μέρει λόγω πληθωρισμού που ανέβασε το ΑΕΠ το 2022-23 ασφαλώς θα βοηθήσει στις αμέσως επόμενες συζητήσεις του ΥΠΟΙΚ με Βρυξέλλες. Όμως μια προσδοκία ότι «τα προβλήματά μας τελείωσαν» θα ήταν λάθος να ριζώσει. (Ήδη οι προοπτικές αύξησης του ΑΕΠ για το 2024 κάνουν ένα «τσικ» πιο κάτω).

Αντίστοιχα ισχύουν και με τις αποφάσεις που υπερηφάνως διακηρύχθηκε ότι έχουν ληφθεί γύρω από το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, με υπερπροβαλλόμενη την διάσταση υποχρεωτικής «αλληλεγγύης» προς τις χώρες πρώτης γραμμής. Εδώ, στην πραγματικότητα εκείνο που αποφασίστηκε δεν είναι παρά η επανάληψη όσων ισχύουν, με το περίβλημα νέου Συμφώνου. Οι χώρες πρώτης γραμμής θα συνεχίσουν να φέρουν το βάρος των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών. οι χώρες της ενδοχώρας θα οφείλουν να προσφέρουν,  υποχρεωτικά, μέσω «μηχανισμού αλληλεγγύης» – πλην όμως, σε τελευταία ανάλυση μέσω χρηματικής συνεισφοράς τους και όχι με την υποδοχή ανθρώπων. Σημειωτέον ότι η προσπάθεια διαμόρφωσης «νέας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Μετανάστευσης και Ασύλου», η οποία λανσαρίστηκε μεν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2020 όμως στην ουσία τρέχει από το τρομερό 2016 και την απόδειξη της μη-λειτουργικότητας του διαβόητου Κανονισμού Δουβλίνο-2 (που αισίως κλείνει τα 20 χρόνια ζωής!), χρειάζεται τώρα να ολοκληρώσει την θεσμική της διαδρομή με συμφωνία Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου-Συμβουλίου.

Αλλά και αν οι τωρινές αποφάσεις θεωρηθούν πλήρεις και δεδομένες, πάλιν οι πρόνοιες για «ταχύτερες και αποτελεσματικότερες» διαδικασίες εξέτασης των αιτημάτων ασύλου στα σύνορα δεν θα εξαλείψουν (αφεαυτών!) τις καθυστερήσεις που, πρώτες αυτές, δημιούργησαν την ασφυξία. Ούτε η δημιουργία κοινής βάσης δεδομένων/Eurodac για τον εντοπισμό των «μη-επιτρεπομένων μετακινήσεων», η ακόμη περισσότερο οι ενιαίοι κανόνες για ταυτοποίηση μεταναστών στα σύνορα («ασφάλεια της ζώνης Σένγκεν») θα δώσουν λύση στα πρακτικά, καθημερινά προβλήματα.

Σε απλά Ελληνικά: κάθε χώρα θα συνεχίσει να έχει την ευθύνη των προβλημάτων που η ίδια αντιμετωπίζει με το Μεταναστευτικό κύμα – το οποίο όλοι, τώρα, βλέπουν να ογκώνεται. Η Τζόρτζια Μελόνι θα συμφωνεί με τον Εντι Ράμα την δημιουργία επί Αλβανικού εδάφους στρατοπέδων «φιλοξενίας» ανθρώπων που διασώζονται από την Ιταλική Ακτοφυλακή στην Μεσόγειο. Ο Ρίσι Σούνακ (ναι, η Βρετανία δεν είναι στην ΕΕ! όμως τα συγκοινωνούντα δοχεία δεν παύουν να λειτουργούν) θα συνεχίσει να νομοθετεί την μεταφορά ανθρώπων για φύλαξη στην Ρουάντα ως «ασφαλή χώρα», με τους Βρετανούς δικαστές να θεωρούν ότι μια τέτοια κίνηση δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες – τους Βρετανικούς, ούτε καν τους Ευρωπαϊκούς! – ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εμείς, δε, έχοντας μόλις «ανακαλύψει» ότι η παραμονή δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στην Ελληνική επικράτεια χωρίς (νόμιμο) δικαίωμα στην εργασία, πλην με (βολικά παράνομες) συνθήκες απασχόλησης στην πράξη δημιουργεί ακραίες καταστάσεις, δημιουργούμε βήμα-βήμα μια νέα κατάσταση. Με πολιτική επίκληση της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

Αφού λοιπόν ολοκληρωθούν οι πανηγυρισμοί, περάσουν και οι γιορτές, ας ξεκινήσει η διαχείριση της προσγείωσης.