Advertisement

Συνεχιζόμενη θετική πορεία, αλλά με επιφυλακτικότητα

 

Πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1% για το 2024, με την ανεργία να διαμορφώνεται ακόμη σε διψήφιο επίπεδο (10,3%, σε αποεπιτάχυνση της υποχώρησης των τελευταίων χρόνων) και με τον πληθωρισμό στο 3% διατύπωσε το ΙΟΒΕ με την πρώτη 3μηνιαία Έκθεσή του για την φετινή χρονιά.

Η πρόβλεψη αυτή είναι σε – ήπια – υποχώρηση σε σχέση με προηγούμενες, ουσιαστικά προσαρμοσμένη στην απολογιστική διαμόρφωση του ΑΕΠ αυξητικά μεν, σχετικά πιο συγκρατημένα όμως για το 2013 (2% έναντι προβλέψεων στην περιοχή του 2,4-2,5%).

Σημειωτέον ότι το ΙΟΒΕ έδωσε αυτό ως βασικό σενάριο για το 2024, αποφεύγοντας να δημοσιοποιήσει είτε πλέον αισιόδοξο, είτε πλέον συντηρητικό όπως συνήθως κάνει. Ο λόγος: οι αβεβαιότητες από την γεωπολιτική αναταραχή σε Μέση Ανατολή και Ουκρανία (και την συνακόλουθη αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο και τις ενεργειακές τιμές), μαζί και με την σαφή πλέον αναπτυξιακή υστέρηση της Ευρωζώνης με την οποία η Ελληνική οικονομία είναι στενότερα συνδεδεμένη έναντι των άλλων μεγάλων οικονομιών (ανάπτυξη 0,1% έναντι 3,1% στις ΗΠΑ και 5,2% στην Κίνα) αποθαρρύνουν από την κατάθεση σεναρίων. Πάντως η υποχώρηση από τον αναπτυξιακό στόχο 3% ετησίως για την 5ετία 2023-27 είναι  πλέον σαφής.

Αν μάλιστα σταθεί κανείς στο κλείσιμο της περασμένης χρονιάς, δεν μπορεί να μην καταγράψει την επιβράδυνση της ανάπτυξης στο δ’ 3μηνο (+1,2% έναντι +2,1% του προηγουμένου 3μήνου σε ετήσια βάση), και τούτο λόγω υποχώρησης των επενδύσεων, στις οποίες είχαν στηριχθεί τόσες προσδοκίες: συνολικώς καταγραφόταν ένα -1,2% σε ετήσια βάση, όμως πιο δυσάρεστη η ειδικότερη εικόνα στον ρυθμό δημιουργίας παγίων, με -5,7%. Οι εξαγωγές συνεχίζουν να στηρίζουν την πορεία, κυρίως όμως από το σκέλος των υπηρεσιών (+4,7%), ενώ το σκέλος των αγαθών υστερεί (-1,6%). Όπως συνήθως, η κατανάλωση «έφερε» την οικονομία – τόσο η ιδιωτική (+1,8%) όσο και η δημόσια (+2,7%). όσον αφορά το 2024, πάντως, η δημόσια κατανάλωση προβλέπεται να πηγαίνει πίσω όσο τα διάφορα συστήματα στήριξης , -Pass κλπ. τερματίζονται (-0,6%), ενώ η ιδιωτική θα «πρέπει» να φέρει το βάρος (+1,3%), με τις επενδύσεις να καλούνται να ζωηρέψουν κοντά στο διψήφιο.

Επειδή ο λόγος περί κατανάλωσης, να σημειωθεί το συνεχιζόμενο παράδοξο σε ένα άλλο επίπεδο εκείνο της αποτύπωσης του οικονομικού κλίματος. Εδώ, ενώ πλέον οι επιχειρηματικές προσδοκίες διαμορφώνονται σε επίπεδο υψηλότερο από τους μέσους όρους σε επίπεδο Ευρωζώνης, η αντίστοιχη καταγραφή της καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα υστερεί. Όπως, δε, παρατηρήθηκε από τον Νίκο Βέττα του ΙΟΒΕ, το φαινόμενο αυτό ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας προξενεί ερωτηματικά. Πράγματι, οι μετρήσεις που γίνονται από το ΙΟΒΕ για το οικονομικό κλίμα – διενεργούμενες με βάση ενιαία κριτήρια για το σύνολο των Ευρωπαϊκών χωρών – στην Ελλάδα, όταν απευθύνονται στις επιχειρήσεις καλύπτουν και τις (κατά πολύ πολυπληθέστερες, συγκριτικά) μικρομεσαίες μονάδες. Συνεπώς θα ανέμενε κανείς, οι απόψεις που διατυπώνονται για επιχειρηματικές προοπτικές και για καταναλωτική εμπιστοσύνη να συγκλίνουν πολύ περισσότερο, καθώς στις ΜΜΕ επιχειρηματική μονάδα και νοικοκυριό βρίσκονται πολύ κοντά. Συμβαίνει όμως το αντίθετο, ένας διχασμός της εικόνας.

Ένας ακόμη λόγος επιφυλακτικότητας;