Ξαναμιλώντας για βιομηχανία και μεταποίηση

 

Επισκεφθήκαμε την περασμένη Παρασκευή το Thessaloniki Summit 2017, όπου παρατηρούσαμε ότι ενώ το θέμα της διοργάνωσης ήταν στοχευμένο στην μεταποίηση (“Ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανική βάση ως προαπαιτούμενο ενός νέου παραγωγικού μοντέλου”) η παρουσία της βιομηχανίας/μεταποίησης δεν ήταν όσο έντονη θα περίμενε κανείς.

Η αλήθεια είναι ότι στα πλαίσια μιας ιδιαίτερης, παράπλευρης συζήτησης (“Ισχυρή βιομηχανική βάση για την ανάπτυξη και για βιώσιμη έξοδο από την χρηματοπιστωτική κρίση”) επιχειρήθηκε αυτό το κενό να καλυφθεί.

Την πρωτοβουλία είχε η «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» που ως ιδρυτικά μέλη είχε την ΑΓΕΤ-Ηρακλής, τις ΕΛΒΑΛ και ΧΑΛΚΟΡ του Ομίλου Στασινόπουλου, την National Can, την ELMIN  και την Επίλεκτος μαζί με τους περιφερειακούς Συνδέσμους Β. Ελλάδας, Θεσσαλίας/Κεντρικής Ελλάδος, Πελοποννήσου/Δυτ. Ελλάδος και Αττικής. Εκεί, ο Άγγελος Τσακανίκας – Επιστημονικός Σύμβουλος του ΙΟΒΕ – παρουσίασε μια σειρά στοιχείων που δείχνουν πώς η μεταποίηση ενώ βρέθηκε επί χρόνια σε υποχώρηση (από 12,1% του ΑΕΠ το 1979 ήταν στο 8,8% στα τέλη του 2016), μετά από δέκα χρόνια αύξησης της προστιθέμενης αξίας κατά 30% (το 1995-2005). Σύμφωνα με τα στοιχεία Τσακανίκα, όμως, η μετά το 2014 “εκ νέου ανάδυση της μεταποίησης» επιτρέπει μιαν επαναξιολόγηση της συνολικής συνεισφοράς της (ως “συνολικό οικονομικό αποτύπωμα”) στην Ελλάδα. Έτσι, για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενες αξίας της μεταποίησης, στο ΑΕΠ προστίθεται 3,1 ευρώ· για κάθε θέση εργασίας της μεταποίησης, δημιουργούνται συνολικά 3,5 θέσεις ανά την οικονομία· ενώ για κάθε 1 ευρώ σε τζίρο, στο κοινωνικό προϊόν έρχονται να προστεθούν άλλα 0,6 ευρώ. Έτσι, κατά τον υπολογισμό αυτό το 31% του συνολικού ΑΕΠ, συν το 31,3% της απασχόλησης προέρχεται από την μεταποίηση, ενώ 31,6 δις ευρώ σε συνολικό προϊόν (μισθοί-φόροι-εισφορές-σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) προστίθενται στην οικονομία.

Στην στοχευμένη αυτή προσέγγιση της μεταποίησης, ο Γενικός Γραμματέας Βιομηχανίας Σταμάτης Ζαφείρης εισέφερε μιαν ενδιαφέρουσα – και ελαφρώς απροσδόκητη – διάσταση δημόσιας πολιτικής. Εξήγησε πώς, ξεκινώντας υπό μιαν αρκετά επιφυλακτική στάση, ο ΣΥΡΙΖΑ ως Κυβέρνηση κατέληξε (ή πάντως προχωράει) σε μια διαφορετική λογική για την παραγωγή δημόσιας πολιτικής στα θέματα μεταποίησης – προκρίνοντας “θεσμική και όχι ad hoc συνεργασία” με τον κλάδο. Ενώ αρχικά θέματα όπως η αδειοδότηση δεν ήταν στο στόχαστρο, ταχύτατα “ανακαλύφθηκαν” – όπως άλλωστε και το προϋφιστάμενο αρνητικό εν γένει κλίμα στην Δημόσια Διοίκηση. Παρά τα στεγανά που – κατ’ αυτόν – προκύπτουν από τα “μαγαζάκια” τα οποία έχουν δημιουργηθεί, με την εισαγωγή πληροφοριακών συστημάτων (για την αδειοδότηση αλλά και την παρακολούθηση των ελέγχων) επιχειρείται η παράκαμψή του.

Σε συνεργασία, δε, με την Παγκόσμια Τράπεζα προωθείται μια λογική “του υπεύθυνου επιχειρηματία” , όπου η εποπτεία του συστήματος ελέγχων γίνεται και από τις ίδιες τις επιχειρήσεις (οι οποίες συντονίζονται στα πλαίσια “ενδοσυζήτησης” των κοινωνικών εταίρων). Με αυτήν την προσέγγιση ως βάση, οι προβληματικοί τομείς της χωροθέτησης (σχεδόν 90% των μεταποιητικών μονάδων βρίσκονται εκτός οργανωμένων υποδοχέων) καθώς και του περιβάλλοντος διεκδικούν νέα διαχείριση. Στην χωροθέτηση ξεκινώντας με τα Οινόφυτα (11.200 στρέμματα όπου παράγονται 35% του συνολικού τζίρου), σε συντονισμό με την Περιφέρεια, τον Δήμο Τανάγρας και τον τοπικό Σύνδεσμο, επιχειρείται μια εκκίνηση σε νέα, οργανωμένη βάση. Το ίδιο και στο Καλοχώρι, στην στεφάνη της Θεσσαλονίκης. Όσο για την ενασχόληση με τα περιβαλλοντικά, πρόκληση είναι η δημιουργία “ενιαίας προσέγγισης” που να φέρνει μαζί Υπ. Περιβάλλοντος και Βιομηχανίας – αλλά και η μετάβαση στην Κυκλική Οικονομία μέσα από την δημιουργία (εγχώριας) περιβαλλοντικής βιομηχανίας.

Μ’ αυτό, λοιπόν, το φόντο τάραξε κάπου τα νερά η παρέμβαση της Ελένης Κολιοπούλου – που παρενέβη και ως CEO της χαρτοβιομηχανίας ΠΑΚΟ, και ως Προέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας/Κεντρικής Ελλάδας αλλά και της  νεοσύστατης “Ελληνικής Παραγωγής” η οποία ακριβώς προσπαθεί να ξανανοίξει την συζήτηση για μεταποίηση και βιομηχανία, για παραγωγή και όχι “χαλαρά” για επιχειρηματικότητα. Μίλησε ευθέως για “κενό εκπροσώπησης» της κυρίως μεταποίησης (πέρα από τομείς όπως π.χ. η ενέργειας ή τα νερά)· διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει σήμερα υπουργείο ή έστω υφυπουργείο Βιομηχανίας στην Ελλάδα· έθεσε έντονα το ζήτημα του υψηλού κόστος της ενέργειας, του κόστους χρήματος και του μη-μισθολογικού κόστους που έχει ξεφύγει, αλλά και της πολυδιάσπασης των διαδικασιών αδειοδότησης. Με μια λέξη, απηύθυνε την έκκληση να μην ακούγεται – πια – σ’ αυτό το μέτωπο το “αυτή είναι η Ελλάδα!” της de facto παραίτησης.