Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα…

 

Οικονομική Επιθεώρηση, Απρίλιος 2017, τ.957
Πρόσωπο του μήνα

Ο (Αυστρο-Αμερικανός) Τόμας Βίζερ, τον οποίο γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια ως πρόεδρο του EuroWorking Group –είναι όμως και επικεφαλής της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, ακόμη πιο καίριο πόστο για το σύστημα των Βρυξελλών– είναι ένας από τους ανθρώπους που δούλεψαν περισσότερο (και αποτελεσματικότερα) για να συνεχίσει να «περπατάει» το ελληνικό Πρόγραμμα. Ο Βίζερ έχει πίσω του 4 χρόνια προεδρίας στην Επιτροπή Χρηματοπιστωτικών Αγορών ΟΟΣΑ (2004-9), συν κάποια χρόνια γενικός διευθυντής στο ΥΠΟΙΚ της Αυστρίας. Συναντήσαμε τον Τόμας Βίζερ στο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και μας έδωσε μια συνέντευξη εντυπώσεών του από την ανάμειξη με το ελληνικό Πρόγραμμα για το Business File, από την οποία παραθέτουμε τα πιο χαρακτηριστικά στιγμιότυπά της.

Τον ρωτήσαμε αν θεωρεί ότι τα μέρη στη διαπραγμάτευση (το ΔΝΤ, οι Ευρωπαίοι πιστωτές και η Ελλάδα) έχουν φθάσει σ’ ένα επίπεδο κατανόησης αναμεταξύ τους, ώστε να μην δαπανάται κεφάλαιο καλής θέλησης σε επίπεδο EuroWorking Group. Η απάντησή του: «Η εμπειρία του ελληνικού Προγράμματος δεν υπήρξε ευχάριστη για τα μέρη που ενεπλάκησαν. Απέδειξε ότι ένα Πρόγραμμα Προσαρμογής μέσα σε νομισματική ζώνη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από ένα παραδοσιακό Πρόγραμμα του ΔΝΤ. Ο μελλοντικός ρόλος του Ταμείου στην Ευρώπη (και με την Ευρώπη) απομένει να επανασυζητηθεί. Επίσης, εξανάγκασε την Επιτροπή να αναλάβει ρόλο που δεν θα επρεπε να σηκώσει, ρόλο που δημιουργεί παρεμβολές με την υπόλοιπη σχέση που πρέπει να έχει – με πνεύμα εποικοδομητικό και με λογική συνεργασίας με τα κράτη-μέλη. Αυτό δημιούργησε μια αίσθηση καχυποψίας μεταξύ κρατών-μελών και Επιτροπής, που είναι κακή για την Ευρώπη. Τέλος, η ελληνική πολιτική απεδείχθη λιγότερο κατάλληλη για την εφαρμογή ενός Προγράμματος Προσαρμογής απ’ ό,τι σε άλλες χώρες. Αυτό είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να συζητηθεί στην Ελλάδα. Σε επίπεδο EuroWorking Group υπάρχει απόλυτη κατανόηση και εμπιστοσύνη μεταξύ όσων βρίσκονται μόνοι μέσα στο δωμάτιο. Το πρόβλημα προκύπτει περισσότερο με όσους βρίσκονται έξω από το δωμάτιο». Θέσαμε εν συνεχεία στον Βίζερ το ερώτημα κατά πόσον η αναγωγή θεμάτων σε «πολιτικά» και η αναζήτηση λύσης «σε πολιτικό επίπεδο» είναι κάτι που βοηθάει, ή αντιθέτως που ανακόπτει. Εδώ, η διπλωματικότητα συνδυάζεται, θεωρούμε, με κάτι από απόγνωση: «Ασφαλώς και πολλά απ’ όσα έχουμε να αντιμετωπίσουμε έχουν πολιτική φύση: η συζήτηση που γίνεται δεν είναι ασφαλώς με ακαδημαϊκά Οικονομικά! Εκείνο όμως που είδα να επαναλαμβάνεται είναι ότι άμα κάποιος δεν συμφωνεί με μια προτεινόμενη προσέγγιση, τότε την ανάγει σε “πολιτική”. Συχνά, πάντως, αυτό αφορά κεκτημένα συμφέροντα που δεν θέλουν να παραιτηθούν από ιδιαίτερα προνόμιά τους. Έτσι, όμως, φθάνουμε σε σημείο οι άλλοι να μην θέλουν καν να ακούσουν πια.

Επίσης, η στάση αυτή οδήγησε κατ’ επανάληψιν σε μια ριψοκίνδυνη στάση στο όριο/brinkmanship». Άλλο θέμα που είδαμε με τον Βίζερ: Πώς θεωρεί ότι λειτούργησε η πρακτική των διαρροών; «Οι διαρροές είναι μια πραγματικότητα και χρησιμοποιούνται εκτεταμένα από τις ελληνικές αρχές και (ορισμένους από) τους θεσμούς και εκπροσώπους κρατών-μελών. Οι περισσότερες είναι αθώες, όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις έχουν σταθεί εμπόδιο στην πρόοδο του Προγράμματος. Πιο βλαβερή είναι η συνεχής διοχέτευση απόλυτα εσφαλμένης πληροφόρησης για το Πρόγραμμα και τα στοιχεία του, όπως κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Αυτές οι διαρροές φέρνουν ελπίδες για γρήγορη και εύκολη κατάληξη, που πάντα διαψεύδονται». Κλείσαμε τη σύντομη αυτή συζήτηση με ένα ερώτημα «κλίματος» σχεδόν προσωπικό. Πώς έζησε ο ίδιος ο Τόμας Βίζερ «την ελληνική εμπειρία»; «Τα 4 τελευταία χρόνια είχα την ευκαιρία να εκτιμήσω όλο και περισσότερο τη ζεστασιά, τη γενναιοδωρία και το πνεύμα των Ελλήνων. Η Ελλάδα αξίζει να είναι μια χώρα όπου η πολιτική θα υπηρετεί τον λαό στο σύνολό του και όχι μόνο μιαν ορισμένη πελατεία. Έχουν οι Έλληνες το δικαίωμα να υπηρετούνται από μια διοίκηση που να μένει ανεπηρέαστη από πολιτικές επιρροές, που να έχει το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό που χρειάζεται ώστε να λειτουργεί δίκαια και αποτελεσματικά. Έχουν το δικαίωμα σ’ ένα δικαστικό σύστημα χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις και με γρήγορη λειτουργία. Το δυναμικό ενεργητικότητας και δημιουργικότητας των Ελλήνων μπορεί να ελευθερωθεί, άμα ξεφύγουν από τα γραφειοκρατικά εμπόδια. Με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να δημιουργεί προκλήσεις και να θρέφει το πνεύμα, αντί να λειτουργεί ως πεδίο μάχης ιδεολογιών».

Αγαπητοί αναγνώστες της Οικονομικής

Εγγραφείτε τώρα για απεριόριστη πρόσβαση στην Οικονομική Επιθεώρηση

ή

Αγοράστε το τεύχος Απριλίου 2017