1974, 1984, 1994, 2004, 2014 – η συρροή των επετείων είναι μακρότερη…

του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

Έτσι όπως συνεχίζονται τα καλωσορίσματα του νέου χρόνου – το 2024 είναι και δίσεκτο, οπότε μόνο καλό κάνει μια πρόσθετη ένεση/αναζήτηση θετικών αισθημάτων! – εύλογο ήταν να αναδειχθεί το γεγονός ότι φέτος είναι ευκαιρία να αναλογισθούμε την αρχή της Μεταπολίτευσης/την επάνοδο της Δημοκρατίας στην 50η της επέτειο. (Αφού βέβαια, πρώτα επαναφέρουμε στον νου την τραγωδία του Ιουλίου 1974 στην Κύπρο).

Ήδη όμως, γράφοντας στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ο Βαγγέλης Βενιζέλος ξεκινώντας από την Μεταπολίτευση έκανε λόγο για «συρροή των επετείων», ξεχωρίζοντας επιπρόσθετα για μνεία το 2004, καθώς το φετεινό καλοκαίρι θα γιορταστεί η 20η επέτειος από την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Την σκυτάλη σήκωσε – στο KReport – η Γιάννα Αγγελοπούλου όχι μόνο για να θυμίσει τους Ολυμπιακούς της Αθήνας (κατά τον Πρόεδρο της ΔΟΕ «ονειρεμένους αγώνες»/ dream Games) αλλά και για να αναλογισθεί πώς η εμπειρία του 2004 θα μπορούσε «να αποτελέσει manual για το μέλλον».

Θα προτείναμε στον αναγνώστη να ρίξει ακόμη πιο ανοιχτά τα δίχτυα του. Δηλαδή να αναλογισθεί μήπως/κατά πόσο αξίζει να δει την διαδοχή των δεκαετιών μετά το 1974, καθώς κατά ένα παράξενο τρόπο προκύπτει μια κανονικότητα ανατροπών που σηματοδοτούν ανά δεκαετία όχι μεν με «επετείους» αλλά με τομές στον χρόνο την πορεία της χώρας. Και των πολιτών της. Με κάτι που άλλοι θα ονόμαζαν ωρίμανση, άλλοι υπαναχωρήσεις. Όμως, σε κάθε περίπτωση, σημαντικές αλλαγές πορείας. Δείτε:

*    *          *

Το 1974 όντως σηματοδοτεί την είσοδο στην μακρότερη αδιατάρακτη (καλά εδώ υπερβάλλουμε κάπως, αλλά είπαμε να τηρήσουμε κάτι από την εορταστικότητα της φάσης) πορεία δημοκρατικής διακυβέρνησης μιας Ελλάδας που έζησε τα 200+ χρόνια ελεύθερης ιστορίας της μάλλον με παγιωμένες διαταραχές. Ήδη αναφερθήκαμε στο πώς από την κατά κυριολεξία Μεταπολίτευση – χαρακτηριστικό: προκειμένου να υποδηλωθεί η αλλαγή με την πτώση της δικτατορίας και την επάνοδο σε δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά και για να αποφευχθεί συνολικότερη διατάραξη στις νομικές σχέσεις/να διατηρηθεί κάποια συνέχεια στην διαχείριση του Κράτους, διαμορφώθηκε το δόγμα (και η αντίστοιχη διατύπωση): «Η δημοκρατία δικαίω ουδέποτε κατελυθη», διακήρυξη του Δ’ Ψηφίσματος της Ε Αναθεωρητικής. Βουλής, μετά τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974.

Ήδη αναφερθήκαμε, εδώ, στην τραγωδία της 20ης Ιουλίου/14ης Αυγούστου στην Κύπρο. Τραγωδία η οποία σημάδεψε πολλαπλά την Μεταπολιτευση. Εκεί, δίπλα στις ανεξίτηλες ευθύνες προδοσίας καταγράφηκε και χοντροκομμένη ανοησία των τότε στρατιωτικών. αλλά και, υπό δημοκρατία πλέον, αποφυγή συμμετοχής στο κόστος που αφέθηκε να σηκώσει η Κύπρος.

Κατά τα άλλα, μολονότι το «καραμανλικό» Σύνταγμα του 1975 , με την ιδιόρρυθμη λογική υπερεξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας που εξαλείφθηκε το 1986 με την πρώτη αναθεώρηση, αλλά και με το άρθρο 16 για την ευθεία απαγόρευση μη-κρατικών ΑΕΙ (που τώρα βλέπουμε να επιχειρείται να παρακαμφθεί), ή πάλι με το άρθρο 24 για το περιβάλλον/τα δάση (που χρειάστηκε ερμηνευτική δήλωση του Συντάγματος του 2011 για να συμμαζευτεί), ή ακόμη με το λησμονημένο άρθρο 106 για τον σχεδιαστικό ρόλο του Κράτους στην οικονομία, για τις κρατικοποιήσεις, για την «αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου […] τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα», είναι τεχνικά άδικο να χρεωθεί στο 1974, πλην όμως εκεί ανήκει! Τόσο ως προσπάθεια ισορροπισμού Κωνστ. Καραμανλή, όσο και ως απόπειρα επικαθορισμού της μελλοντικής εξέλιξης των πραγμάτων – τα οποία, στην οικονομία και την κοινωνία πάντως, δεν άργησαν να ξεφύγουν…

*          *          *

Γιατί όμως καλούμε σε καταγραφή και του 1984, το οποίο δεν «φιλοξένησε» μεγάλη πολιτική αναμέτρηση όπως εκείνη των εκλογών του 1981 (ή και του 1985, οπότε και σταθεροποιήθηκε το ΠΑΣΟΚ ως κυρίαρχος πόλος στο πολιτικό σύστημα);

Για δυο λόγους: πρώτον, διότι οι άχρωμες επί της ουσίας Ευρωεκλογές του 1984 επελέγη – από την Ν.Δ. με ηγεσία Ευάγγελου Αβέρωφ, αλλ’ ήδη με Κωνστ. Μητσοτάκη επί σκηνής – να θεωρηθούν αναμέτρηση εφ’ όλης της ύλης» (με το μάλλον ταλαίπωρο σύνθημα «Απαλλαγή» αντί για «Αλλαγή»). Η αποτυχία αυτού του χειρισμού έδειξε προ στην κατεύθυνση ουσιαστικής αλλαγής της … Ν.Δ., η οποία αλλαγή και επεσυνέβη μετ’ ου πολύ. Tότε ουσιαστικά ξεκίνησε η μετάπλαση της παραδοσιακής Δεξιάς σ’ εκείνο που μετά από περιδινήσεις, βλέπουμε τώρα να μορφοποιείται.

Υπήρχε όμως και κάτι άλλο, που δεν καταγράφηκε/δεν παρατηρήθηκε μεν μέσα στο 1984, πλην όμως είχε μέσα του σπέρμα μέλλοντος: φάνηκαν τα όρια της οικονομικής διαχείρισης της πρώτης 4ετίας ΠΑΣΟΚ/Παπανδρέου-Αρσένη της λογικής των κοινωνικοποιήσεων, της χαλαρής δημοσιονομικής διαχείρισης, της αντίστοιχης νομισματικής. Ήδη από το καλοκαίρι του 1984 είχε «σπαρθεί» η ανάγκη αλλαγής πορείας, που θα έφερνε την φάση Παπανδρέου-Σημίτη στα μέσα του 1985. Δείχνοντας προς το μέλλον, δηλαδή προς την ανάγκη/υποχρέωση ενσωμάτωσης των Ευρωπαϊκών πειθαρχιών στην οικονομική διαχείριση

*          *          *

Φθάνοντας, τώρα, στο 1994 βρισκόμαστε μεν ένα βήμα μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 1993 που φέρνουν την παλινόρθωση του ΠΑΣΟΚ/του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ απέχουμε αρκετά από  το 1996 – με ό,τι εκείνο σήμανε για την έλευση Κώστα Σημίτη/εκσυγχρονισμού στο προσκήνιο, αλλά και εγκατάσταση (λόγω Υμίων, ήδη όμως και casus belli) νέας φάσης στις ΕλληνοΤουρκικές διαφορές. Το 1994 κουβαλάει στους ώμους του και των δυο αυτών εξελίξεων  το βάρος. Πράγματι , μετά την επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία δεν αργεί να γίνει φανερό ότι η ριζοσπαστική προσέγγιση οικονομικής πολιτικής της δεκαετίας του΄80, που είχε επανέλθει στο κλείσιμο της περιόδου μετά την σταθεροποίηση Σημίτη με το «Τσοβόλα, δώστα όλα!», ανήκει πλέον οριστικά στο παρελθόν. Φάνηκε αυτό ήδη με την διαχείριση (Μάϊο του 1994) της επίθεσης κατά της δραχμής – που αντιμετωπίσθηκε με συγκρατημένη μόνον διολίσθηση, με πολιτικές σταθεροποίησης και με πρόσθετη απελευθέρωση των αγορών(σε ενίσχυση εκείνης Μητσοτάκη-Μάνου, του 1992). Ήδη το ΠΑΣΟΚ είχε υπερψηφίσει την Συνθήκη του Μάαστριχτ, οπότε έδειχνε να έχει αποφασίσει – επί Ανδρέα Παπανδρέου/Γ.Γεννηματά/Αλ. Παπαδόπουλου… – σταθερή πορεία προς την υπό δημιουργία Ευρωζώνη.

Επίσης, στα τέλη του 1994 (Νοέμβριο) τίθεται σε ισχύ η Συμφωνία για το Δίκαιο της Θάλασσας. Μπορεί τότε αυτό να μην καταγράφεται στα αληθινά αξιοπρόσεκτα, όμως «οδηγεί» και στο casus belli, και στην απόπειρα γκριζαρίσματος ζωνών του Αιγαίου στα Υμια/Καρντάκ, εντέλει και στην Συμφωνία της Μαδρίτης με την αναγνώριση «νόμιμων, ζωτικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων στο Αιγαίο».

*          *          *

Με διαφορετικό ασφαλώς χρωματισμό το 2004, το οποίο – για να ξαναφέρουμε την προσέγγιση Βαγγέλη Βενιζέλου στην σκηνή – παίζει κομβικό ρόλο στην «εντυπωσιακή καμπύλη που σχηματίζουν οι επέτειοι» κατά την Μεταπολίτευση. Μην παραβλέπεται ότι (Μάϊο του 2004) η Κυπριακή Δημοκρατία εντάσσεται στην ΕΕ, «παρά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και άρα χωρίς να έχει λυθεί το Κυπριακό». Οσο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, «είναι η πιο λαμπρή στιγμή ενός κράτους που αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά του σε συνεργασία με μια ζωντανή και δυναμική κοινωνία των πολιτών». Θα επαναδιατυπώναμε ίσως την καταληκτική πρόταση, λέγοντας ότι – τότε – ξεπεράστηκε η τάση για κλείσιμο στον εαυτό μας, έγινε δεκτό ένα άνοιγμα στον κόσμο. Και μια αυτοπειθάρχηση «για να πετύχει η προσπάθεια».

Εκεί έρχεται και η πρόσκληση Γιάννας Αγγελοπούλου «να θυμηθούμε και να ανακαλύψουμε ξανά στην καλύτερη εκδοχή του συλλογικού μας εαυτού» , με το «οι άνθρωποι ξεβολεύτηκαν [τότε] με μια καρτερικότητα που συνήθως δεν μας χαρακτηρίζει». κυρίως όμως με το ίζημα/ «κρυμμένο θησαυρό της τεχνογνωσίας της οργάνωσης, που πρέπει να ξαναφέρουμε στο φως».

[Κάποιες εβδομάδες νωρίτερα, στο ΒΗΜΑ, ο Γ.Π. Μαλούχος – με αφορμή την αγριάδα με τα Γλυπτά του Παρθενώνα/ το επεισόδιο Σούνακ-Μητσοτάκη – είχε ανακινήσει την ιδέα μιας εκστρατείας ανάλογης με του 2004 για την ανάκτηση των Γλυπτών, μνήμης Μελίνας. Με διεθνή κινητοποίηση περί την Γιάννα, αλλά και σε αναζήτηση της εθνικής μας αυτοπεποίθησης].

Αυτή, είναι η φωτεινή ανάγνωση του 2004. Η πιο γειωμένη, είναι εκείνη της πολιτικής αντιπαλότητας – αν μη ζήλειας – που γεννήθηκε μόλις έσβησαν τα φώτα. Πάντως… το 2004 παραμένει ακόμη προς ανάλυση, καθώς εν πολλοίς καταχώθηκε.

*          *          *

Και το 2014, γιατί το προτείνουμε να κρατηθεί στην σειρά των επετείων; Η αλήθεια είναι ότι στο 2015 και στις τρεις εκλογικές του αναμετρήσεις και μάλιστα στο φλερτ με το παρολίγον Grexit  διανύθηκε, στην κόψη του ξυραφιού, η πιο καίρια φάση της βύθισης της εποχής των Μνημονίων (ή της «διάσωσης» της Ελλάδας ή της προσαρμογής της: πλην, ως εποχή των Μνημονίων γράφτηκε στην συλλογική συνείδηση).

Και όμως: το 2014, με την ατυχήσασα διαπραγμάτευση «στο νήμα» με τους εταίρους – μέηλ Χαρδούβελη, για να συνοψίζουμε – καταδείχθηκε ότι η διάθεση επίδειξης ελαστικότητας (από τους ως άνω εταίρους της Ελλάδας) ήταν εξαντλημένη, οι δε αντοχές του παλιού πολιτικού συστήματος της χώρας επίσης. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου πορεύθηκε προς τις εκλογές του 2015 με βάρκα την ελπίδα ότι η προεδρική εκλογή του Δεκεμβρίου 2014/Φεβρουαρίου 2015 θα προσπερνούσε το αδιέξοδο, έδειξε το άλλο: ότι το πολιτικό μας σύστημα, προκειμένου να διατηρήσει την εικόνα αυτάρκειας και τα ρεφλεξ εναγκαλισμού με την εξουσία, έχει την ικανότητα να πιστέψει σε οποιανδήποτε προβολή των επιθυμιών του. Και αυτής της επετείου το δίδαγμα, πολύτιμο για τα τωρινά.