Τον Ιούλιο το περιοδικό γιορτάζει τα 88α “γενέθλια” και εισέρχεται στον 89ο χρόνο κυκλοφορίας

του Γιώργου Βαϊλάκη

Η Οικονομική Επιθεώρηση (πρώην Βιομηχανική Επιθεώρησις) εισέρχεται αυτό τον μήνα –αισίως– στο 89ο έτος ακατάπαυστης κυκλοφορίας της. Αυτό από μόνο του αποτελεί μια σημαντική επιτυχία. Και, βέβαια, μια τέτοια επιτυχία δεν είναι τυχαία, αλλά το αποτέλεσμα κάποιων συγκεκριμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών. Ένα από αυτά είναι η εξωστρέφεια που επέδειξε εγκαίρως το περιοδικό.

Πράγματι, σε εποχές όπου το διαδίκτυο δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του και η πρόσβαση στις διεθνείς εξελίξεις ήταν συχνά μερική, αποσπασματική και ενίοτε προβληματική, η ανάγκη για εξωστρέφεια, για έγκαιρη και έγκριτη πληροφόρηση επί των οικονομικών, ναυτιλιακών, τραπεζικών και πολιτικών γεγονότων που συντελούνταν έξω από τα σύνορα της Ελλάδας ήταν απολύτως επιτακτική για ένα οικονομικό περιοδικό όπως η Βιομηχανική Επιθεώρησις.

Η αρχή έγινε τον Ιούλιο του 1962, με τη βρετανική εφημερίδα Financial Times, με την τακτική αρθρογραφία της να εγκαινιάζεται «ειδικώς διά την “Βιομηχανικήν Επιθεώρησιν”», ενώ στη συναφή αναγγελία γίνεται λόγος για την «εκλεκτή αυτή συνεργασία», εξηγώντας τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν: στη νέα εκείνη εποχή είχαν σχεδόν παύσει να υφίστανται μεμονωμένα οικονομικά ή ακόμη και πολιτικά εθνικά προβλήματα.

Ακόμα και ο τίτλος του πρώτου άρθρου που δημοσιεύτηκε στο ίδιο τεύχος ήταν ενδεικτικός της νέας σύνθετης παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας: «Το μέλλον διαγράφεται αβέβαιον», σύμφωνα με τους Financial Times: «Η παγκόσμιος οικονομική κατάστασις, εις πείσμα των επιμόνων προβλέψεων αυξούσης δραστηριότητος διά τας περισσοτέρας χώρας, και μεγαλυτέρας αναπτύξεως του εμπορίου μεταξύ αυτών, κατά το δεύτερον ήμισυ του έτους, εμφανίζεται σήμερον επί μάλλον αβεβαία, παρ’ όσον ήτο μέχρι προ ολίγου χρόνου».

Μερικούς μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 1963, το περιοδικό, αναγνωρίζοντας ένα αυξανόμενο διεθνές ενδιαφέρον για την ελληνική οικονομία και βιομηχανία, αλλά και την ανάγκη ενημέρωσης των ξένων αναγνωστών σχετικά με τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, προχώρησε στην έκδοση αγγλόφωνου Ειδικού Συμπληρώματος της Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως (Special Supplement in English), μιας περίληψης της ελληνικής έκδοσης στην αγγλική γλώσσα.

Ώσπου, τον Νοέμβριο του 1976 ξεκινάει μία επιπλέον συνεργασία: «Από του ανά χείρας τεύχους μας, με ιδιαιτέραν ικανοποίησιν εγκαινιάζομεν τακτικήν και αποκλειστικήν διά την Ελλάδα συνεργασίαν με την παγκοσμίου κύρους, εβδομαδιαίαν βρεταννικήν επιθεώρησιν “The Economist”. Μάλιστα, ήδη με το πρώτο άρθρο και λίγο πριν η Ελλάδα γίνει μέλος της ΕΟΚ, επιχειρείται «μία (όχι και τόσον ευοίωνος) ανάλυσις ενός επικαίρου προβλήματος», που δείχνει ότι η πολυπόθητη ένταξη αναμένεται να έχει και μη επιθυμητά παρεπόμενα. Τίτλος του άρθρου: «Τι επιφυλάσσει διά την ελληνικήν γεωργίαν η ένταξις εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα».

Και, αμέσως, επισημαίνεται το πιθανό πρόβλημα: «Όλες οι χώρες που ενδέχεται να γίνουν κάποτε μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος και ήδη χτυπούν την πόρτα της –η Ελλάς, η Τουρκία, η Ισπανία και η Πορτογαλία– εξαρτώνται από την γεωργία και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τα τωρινά κράτη-μέλη της ΕΟΚ. Όμως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αποδειχθή “αμιγής ευλογία” για τις χώρες αυτές, αν ενταχθούν στην ΕΟΚ, ενώ και για τους Εννέα εταίρους τυχόν μεγαλύτερη έμφασι στην γεωργία μέσα στα πλαίσια μιας διευρυμένης Κοινότητος είναι πολύ πιθανόν ότι θα έχη σαν αποτέλεσμα την αύξησι των επιβαρύνσεων που ήδη συνεπάγεται η ΚΑΠ».

Στη συνέχεια, τόσο η συνεργασία με τους Financial Times όσο και με τον Economist θα αναδείκνυαν ζητήματα που μας απασχόλησαν και μας απασχολούν (όπως η επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα), δίνοντας μια άλλη οπτική γωνία, διαφορετική από την επικρατούσα στην ελληνική κοινή γνώμη. Και αυτό ήταν πραγματικά χρήσιμο, ειδικά σε εποχές όπου κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά μάλλον ανέφικτο – προσφέροντας έτσι μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα. Ειδικά το άρθρο του Economist στο τεύχος του Νοεμβρίου 1983 έχει τον εύγλωττο τίτλο «Δυστυχώς, Μελίνα…», προϊδεάζοντας για την αρνητική θέση της άλλης πλευράς στο αίτημα της Ελληνίδας υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη για την επάνοδο των Μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο.