ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

Οικονομική Επιθεώρηση, Οκτώβριος 2022, τ.1023

του Γιώργου Βαϊλάκη

Η αρχή της ιστορίας των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα ανάγεται στον Ιανουάριο του 1859, όταν η Αθήνα αποκτά τηλεγραφική σύνδεση με την Πάτρα. Τον ίδιο μήνα, Βαυαροί τεχνικοί συνδέουν τηλεγραφικά Πειραιά και Αθήνα. Τον Αύγουστο του 1892 η κυβέρνηση Τρικούπη ψηφίζει τον νόμο περί τηλεφωνικής συγκοινωνίας.

Καταχώρηση του 1969, επιδιώκει να εξοικειώσει τους καταναλωτές με το αυτόματο σύστημα συνδέσεων

Το 1895 η Διεύθυνση Τηλεγράφων και Ταχυδρομείων του Υπουργείου Εσωτερικών συμπεριλαμβάνει και την Τηλεφωνική Υπηρεσία. Μέχρι το 1905, οι συνδρομητές σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο δεν ξεπερνούσαν τους τετρακόσιους, ενώ το 1920 υπήρχαν 5.267 τηλέφωνα σε ολόκληρη την επικράτεια, που πραγματοποίησαν 100.000 συνδιαλέξεις. Το 1931 γίνεται η τηλεφωνική σύνδεση της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία και την επόμενη τριετία με ολόκληρη την Ευρώπη. Ώσπου, στις 23 Οκτωβρίου 1949, ιδρύεται ο ΟΤΕ.

Ανατρέξαμε στο αρχείο της Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως και εντοπίσαμε το επετειακό άρθρο με τίτλο «Η εξέλιξις των τηλεπικοινωνιών εις την Ελλάδα» (τεύχος 422, Δεκέμβριος 1969), όπου και επιχειρείται ένας απολογισμός: «Η σημερινή αλματώδης ανάπτυξις όλων των τηλεπικοινωνιακών κλάδων εν σχέσει προς την κατάστασιν την οποίαν παρέλαβεν ο ΟΤΕ κατά την ίδρυσίν του το 1949, συνοψίζεται εις γενικάς γραμμάς ως εξής, βάσει των επισήμων στοιχείων: Εις την αστικήν τηλεφωνία οι συνδρομηταί ανήλθον από 63.108 το 1949 εις 639.576 κατά τέλη του 1968. Ανάλογος υπήρξε και η αύξησις των αστικών τηλεφωνικών κέντρων, τα οποία ηυξήθησαν από 39 αυτόματα εις 323 και από 364 χειροκίνητα εις 2.362. Μέχρι τέλους του 1972 η πυκνότης τηλεφώνων θα αντιστοιχή με ένα τηλέφωνον ανά 2 πενταμελείς οικογένειες […]. Εις την διεθνή τηλεφωνίαν, έναντι των 4 μόνον ασυρματικών κυκλωμάτων του 1949 μεταξύ Αθηνών, Λονδίνου, Ρώμης, Καΐρου και Νέας Υόρκης απεκατεστάθησαν 208 κυκλώματα με δυνατότητας επικοινωνίας με το σύνολον των χωρών της Υδρογείου. Ούτως, αι 9.000 διεθνείς τηλεφωνικαί συνδιαλέξεις του 1949 ανήλθον ήδη εις 1.070.000 […]. Ενδεικτική της αναπτύξεως των τηλεπικοινωνιών μας είναι και η αύξησις του προσωπικού, το οποίον από 5.140 υπαλλήλους το 1949, έφθασε, σήμερον, τους 20.000. Τα τηλεπικοινωνιακά κτίρια που παρέλαβεν ο ΟΤΕ το 1949, ανήρχοντο εις 58, σήμερον ανέρχονται εις 278».

Και, πράγματι, αυτή η συνεχής ανάπτυξη θα οδηγούσε το Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΤΕ να αποφασίσει την κατασκευή ενός επιβλητικού κτηρίου στο Μαρούσι για να στεγάσει όλες τις διάσπαρτες υπηρεσίες του Οργανισμού – κάτι που, ως γνωστόν, προχώρησε, με αποτέλεσμα η ελληνική πρωτεύουσα να αποκτήσει ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα κτήριά της, όπως αναφέρει το άρθρο με τίτλο «Εθεμελιώθη το Διοικητικόν Μέγαρον του Ο.Τ.Ε. παρά το Αμαρούσιον» (τεύχος 469, Νοέμβριος 1973): «Την 29ην παρελθόντος μηνός Οκτωβρίου εγένετο η θεμελίωσις του Διοικητικού Μεγάρου του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος, εις την ιδιόκτητον έκτασιν εκ 55.000 τ.μ. παρά το Αμαρούσιον […]. Το Διοικητικόν Μέγαρον θα αποτελήται από 13 ορόφους με ένα ισόγειον και δύο υπόγεια, θα έχει δε σχήμα αστεροειδές. Ο κεντρικός πυρήν του θα έχη ύψος 82 μ., ο όγκος ολοκλήρου του Μεγάρου θα είναι 420.000 κ.μ. περίπου, το συνολικόν δε εμβαδόν των χώρων, που θα δημιουργηθούν, θα ανέρχεται εις 50.000 τ.μ. Το μέγαρον θα περιλαμβάνη –πέραν των γραφείων– αμφιθέατρον, μουσείον τηλεπικοινωνιών, χώρους υποδοχής, γκαράζ, ιατρείον, αίθουσαν συνεντεύξεων κ.λ. Η δαπάνη του όλου έργου υπολογίζεται ότι θα ανέλθη εις 600.000.000 δραχμών περίπου, η ανέγερσίς του δε προβλέπεται ότι θα έχη ολοκληρωθή εντός πέντε ετών»

Με την πάροδο των ετών, η εξοικείωση με το τηλέφωνο, που πλέον είχε καταστεί «είδος καθημερινής χρήσεως», ήταν μεγάλη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν προβλήματα, κάποια εντελώς απρόβλεπτα – όπως τα αναδεικνύει το άρθρο με τίτλο «Μία σωστή “γνωριμία” με το τηλέφωνο» (τεύχος 559, Μάιος 1981): «Διά πολλούς ανθρώπους μία νέα τηλεφωνική σύνδεσις δεν είναι τίποτε άλλο από μία τηλεφωνική συσκευή και ένα τεμάχιον σύρματος. Η αλήθεια είναι, εν τούτοις, ότι απαιτείται μακρά διαδικασία διά την ικανοποίησιν των τηλεφωνικών αναγκών μιας περιοχής. Συγκεκριμένως, εκτελείται πλήθος εργασιών, εν παραλλήλω, αι σπουδαιότεραι των οποίων είναι: 1) Η εξεύρεσις των σημερινών αλλά και των μετά 20ετίαν αναγκών της περιοχής. 2) Η εξεύρεσις οικοπέδου εις κατάλληλον θέσιν, διά την ανέγερσιν του κτιρίου του τηλεφωνικού κέντρου. 3) Η ανέγερσις του κτιρίου. 4) Η κατασκευή του συνδρομητικού δικτύου (δηλαδή η τοποθέτησις των ατομικών γραμμών εκάστου συνδρομητού μέχρι του τηλεφωνικού κέντρου) και του ζευκτικού δικτύου (δηλαδή των καλωδίων συνδέσεως του νέου κέντρου μετά των υπολοίπων). 5) Η προμήθεια των μηχανημάτων του τηλεφωνικού κέντρου. 6) Η εγκατάστασις των μηχανημάτων του κέντρου. 7) Η προμήθεια και εγκατάστασις μηχανημάτων εις τα λοιπά κέντρα διά την σύνδεσιν του νέου κέντρου με αυτά. Αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι το πλείστον των ως άνω εργασιών γίνεται διά δημοσίων διαγωνισμών με συνεπακόλουθον πολλάκις την κήρυξιν των αναδόχων εκπτώτων λόγω μη τηρήσεως των συμβατικών των υποχρεώσεων, ότι διεθνείς συγκυρίαι δημιουργούν καθυστερήσεις εις τας αφίξεις υλικού εκ του εξωτερικού κ.λ., γίνεται αντιληπτόν εις τι οφείλεται η παρατηρούμενη αδυναμία ταχείας ικανοποιήσεως των τηλεφωνικών αναγκών».