ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ

Οικονομική Επιθεώρηση, Σεπτέμβριος 2022, τ.1022

του Γιώργου Βαϊλάκη

Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία συνέβη –εκ των πραγμάτων– μια μεγάλη ανατροπή: Η ενεργειακή εξάρτηση μιας χώρας από μια άλλη δεν είναι πλέον θέμα αμιγώς οικονομικό. Ίσως ποτέ δεν ήταν μόνο οικονομικό, αλλά τώρα ξεκάθαρα αποτελεί ένα μείζον γεωπολιτικό ζήτημα με ανυπολόγιστες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Η τεράστια εξάρτηση, για παράδειγμα, της γερμανικής βιομηχανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο γίνεται ένα πρόβλημα με εν πολλοίς άγνωστες παραμέτρους. Τι θα σημάνει, όμως, για την Ευρωζώνη και την ΕΕ μια ενδεχόμενη γερμανική οικονομική ύφεση; Είναι εντυπωσιακό το πώς κάποιες μέχρι πρότινος κραταιές αντιλήψεις για την οικονομία τελούν –από τη μια στιγμή στην άλλη– υπό αμφισβήτηση.

Σε μια συγκυρία όπως η σημερινή, όπου η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε πρωτοφανή κρίση, η παγκοσμιοποίηση δοκιμάζεται, το πρόβλημα της ενέργειας και των πρώτων υλών επιτείνεται και ο νέος ψυχρός πόλεμος μοιάζει αναπόφευκτος, η απάντηση ποια είναι; Η επιστροφή σε κάποιας μορφής αυτάρκεια; Η περιχαράκωση και ο απομονωτισμός; Η συζήτηση, βέβαια, για το κατά πόσο μια χώρα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά στις δυνάμεις της ή να αναπτύσσει τη βιομηχανία της στηριζόμενη σε εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενέργεια είναι πολύ παλιά. Και είναι, επίσης, εντυπωσιακό το πώς αυτά τα θέματα που απασχολούσαν τη Βιομηχανική Επιθεώρηση ήδη από το ξεκίνημά της, το μακρινό 1934, επανέρχονται εμφατικά στη σημερινή πραγματικότητα, με έναν ιδιαίτερα δραματικό τρόπο.

Η αρχή είχε γίνει ήδη από το πρώτο τεύχος του περιοδικού (Ιούλιος 1934), όπου δημοσιεύτηκε άρθρο του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γεωργίου Πεσμαζόγλου σε κυβέρνηση Λαϊκού Κόμματος, με πρωθυπουργό τον Παναγή Τσαλδάρη. Στο άρθρο του με τίτλο «Η Ελλάς ως βιομηχανική χώρα», ο υπουργός ισχυριζόταν ότι «η Ελλάς ως πτωχή εις ιδίας πρώτας ύλας, δεν δύναται να υπολογίζη εις αξιόλογον βιομηχανικήν ανάπτυξιν».

Ακολούθησαν δύο διαφορετικές απόψεις στο τεύχος 3 (Σεπτέμβριος 1934), που υποστήριζαν το αντίθετο: ότι μπορεί η βιομηχανική ανάπτυξη να στηρίζεται σε πρώτες ύλες από αλλού – κάτι που μεταπολεμικά έμελλε να μοιάζει αυτονόητο. Στο άρθρο «Βιομηχανία και πρώται ύλαι», ο Νικόλαος Δέδες, προέδρος του ΣΕΒΒ, ισχυρίζεται ότι «η ιστορία μας διδάσκει πώς η Αγγλία και η Ελβετία, το Βέλγιον και η Ολλανδία και σχεδόν όλαι αι Ευρωπαϊκαί Χώραι εδημιούργησαν ανθούσαν βιομηχανίαν με πρώτας ύλας τας οποίας μετέφερον από άλλας χώρας πολύ μακράν ευρισκομένας. Εις τας πρώτας ύλας οι κάτοικοι των χωρών αυτών έδωσαν μορφήν νέων αγαθών προσθέσαντες εις αυτάς την υπεραξίαν της επεξεργασίας και μεταποιήσεως. […] Εάν κατανοήσωμεν καλώς ότι βιομηχανία σημαίνει την τέχνην του δημιουργείν δεν είνε ανάγκη να συζητώμεν αν έχωμεν ή δεν έχωμεν πρώτας ύλας προς κατεργασίαν. Ας αναπτύξωμεν πρώτα την τέχνην διότι αυτό είνε το παν. Οι χημικοί μας, οι μηχανικοί μας και οι εργάται μας, προαγώμενοι συν τω χρόνω εις καλούς τεχνίτας, θα δώσουν την υπεραξίαν της δημιουργίας των εις τα πρώτας ύλας που τα ελληνικά κεφάλαια θα προμηθευθούν από το εξωτερικόν […]. Και τέλος η βιομηχανία γενικώς θα δώση ώθησιν εις την εντατικήν εξαγωγήν του ελληνικού λιγνίτου».

Στο ίδιο τεύχος του Σεπτεμβρίου 1934, στο άρθρο «Το εμπόριον και η αυτάρκεια» του βιομηχάνου Νικολάου Κανελλόπουλου, γίνεται η εξής τοποθέτηση: «Γενικώς, ημπορεί να διατυπωθή ως αρχή, ότι βραδείας ιστορικής και δημογραφικής αναπτύξεως χώραι, παράγουν τα πρώτας ύλας διά να τας κατεργάζωνται ανωτέρου διανοητικού, τεχνικού και βιωτικού επιπέδου. Η Ελλάς, επίζηλος από απόψεως γεωγραφικής θέσεως, δεσπόζουσα σπουδαίων θαλασσίων διαβάσεων και εφαπτομένη τριών Ηπείρων […] ανήκει φύσει και θέσει εις την δευτέραν ταύτην κατηγορίαν». Αλλού στο άρθρο υποστηρίζει: «Η βιομηχανία είναι η ασχολία των πρωτοπορούντων […]. Συμπίπτει, μάλιστα, περιέργως οι πρωτοπορούντες λαοί, και όταν δεν κατοικούν ζώνας φυσικώς πτωχάς, να πιέζωνται από οξείας δημογραφικάς και βιωτικάς ανάγκας. Τας τέχνας κατεργάζεται πάντοτε η πενία, είτε φυσικήν έχει την προέλευσιν είτε πηγάζει εξ υπερπληθυσμού και αυξήσεως των βιωτικών χρήσεων. Η οικονομική ιστορία του κόσμου, αποτελεί την εμπράγματον βεβαίωσιν της αληθείας αυτής». Ας ελπίσουμε ότι αυτή η τελευταία επισήμανση δεν θα φανεί δραματικά επίκαιρη στις μέρες μας…