Η επικράτηση του επαγγελματισμού στον χώρο του αθλητισμού και η προσέλκυση πολλαπλάσιων εσόδων έχουν ως επακόλουθο τη ραγδαία αύξηση των περιστατικών διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα

Οικονομική Επιθεώρηση, Οκτώβριος 2022, τ.1023

AΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

του Χρήστου Αναγνωστόπουλου*

Στο τεύχος του Ιουνίου του 2015 ο Economist έγραφε ότι η διακυβέρνηση πάρα πολλών αθλημάτων είναι αδιαφανής, μονοπωλιακή, κακώς ελεγχόμενη και εντελώς ακατάλληλη για ια «εποχή που ρέει πακτωλός χρημάτων» (big-money age) στο πεδίο του αθλητισμού.[1] Πράγματι, αρκετοί αθλητικοί οργανισμοί αποδείχθηκαν ανεπαρκείς στην καταπολέμηση της διαφθοράς, αλλά και πολύ «φιλόξενα περιβάλλοντα» για αδίστακτους αξιωματούχους. Τα περιστατικά του «πακτωλού χρημάτων» στα οποία αναφερόταν ο Economist φέρνουν στο προσκήνιο της συζήτησης την αυξανόμενη εμπορευματοποίηση του αθλητισμού σε διεθνές επίπεδο. Είναι αλήθεια ότι η εμπορευματοποίηση είναι αυτή που έθεσε υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των –διεθνών, κατά κύριο λόγο– αθλητικών ομοσπονδιών. Η αμφισβήτηση αυτή δύναται να ερμηνευθεί ως εξής:

  1. Η αύξηση των εσόδων έδωσε το κίνητρο σε τυχάρπαστα ανώτερα στελέχη του αθλητισμού να συμπεριφερθούν με ανήθικο τρόπο. Ορισμένοι εξ αυτών επέλεξαν να εμπλακούν σε επαναλαμβανόμενες εκβιαστικές μεθοδεύσεις με στόχο την απόσπαση χρημάτων (δωροδοκία) ή ακόμα και το ξέπλυμα χρήματος.
  2. Η ταχεία μετάλλαξη του αθλητισμού από μια ερασιτεχνική σε μια άκρως εμπορευματοποιημένη συνθήκη είχε ως επακόλουθο το αυξημένο ενδιαφέρον των πολιτικών, των ιδιωτικών φορέων αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας. Το γεγονός αυτό, με τη σειρά του, συνέβαλε ώστε οι διάφορες ομάδες συμφερόντων του ευρύτερου αθλητικού οικοσυστήματος να αυξήσουν την επιρροή τους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν τον αθλητισμό.
  3. Όλο και περισσότερες (διεθνείς) παράνομες δραστηριότητες διεισδύουν στον αθλητισμό, όπως το συστηματικό «στήσιμο» αγώνων, η παράνομη χρήση ουσιών ή, ακόμα, οι μετεγγραφές ανήλικων ταλαντούχων αθλητών από αναπτυσσόμενες χώρες κυρίως προς την Ευρώπη.
  4. Ορισμένα αθλητικά γεγονότα (π.χ. οι Ολυμπιακοί Αγώνες) παρουσιάζουν τάσεις «γιγαντισμού», γεγονός που προκαλεί διαρκώς ερωτηματικά σχετικά με τη βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξή τους.

Η στάση της ΕΕ

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι από το 2007 η χρηστή διακυβέρνηση βρίσκεται στο επίκεντρο της αθλητικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Το προ δεκαετίας ψήφισμα των υπουργών Αθλητισμού της ΕΕ περιελάμβανε μέτρα για την ενίσχυση της συνεργασίας σε ευρωενωσιακό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της χρηστής διακυβέρνησης, των δεξιοτήτων και των προσόντων στον αθλητισμό.

Την ίδια περίοδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη χρηστή διακυβέρνηση στον ευρωπαϊκό αθλητισμό, με σκοπό να αποκαλύψει τις υπάρχουσες πρωτοβουλίες και τις καλές πρακτικές διακυβέρνησης, αλλά και να παρακολουθήσει εάν οι αθλητικές οργανώσεις δηλώνουν οικειοθελώς τη δέσμευσή τους για την εφαρμογή των αρχών χρηστής διακυβέρνησης.

Μια εικόνα από την κλίμακα της (χρηματοδοτούμενης) έρευνας πολιτικής παρέχει η αναζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα στην ιστοσελίδα Erasmus+ της ΕΕ, όπου μπορεί κάποιος να εντοπίσει άνω των 80 ολοκληρωμένων ή/και εν εξελίξει έργων μόνο για τα οκτώ προηγούμενα έτη. Αυτό υποδηλώνει την αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η χρηστή διακυβέρνηση είναι θεμελιώδης για τη βελτίωση της απόδοσης των αθλητικών οργανισμών, ιδίως ενισχύοντας την αντίστασή τους στη διαφθορά.

Τον Δεκέμβριο του 2010 ο ποδοσφαιριστής Ντέιβιντ Μπέκαμ με τον τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας, Ντέιβιντ Κάμερον, και τον πρόσφατα ανακηρυχθέντα διάδοχο του βρετανικού θρόνου, Γουίλιαμ, περιμένουν το αποτέλεσμα για την αγγλική υποψηφιότητα διοργάνωσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2018. Σύμφωνα με αποκαλύψεις που έγιναν τα επόμενα χρόνια, η αγγλική πλευρά επιχείρησε τότε τον χρηματισμό των αρμοδίων. Η διοργάνωση κατέληξε τελικά στη Ρωσία (κι αυτή κατηγορήθηκε ότι «αγόρασε» τη διοργάνωση). Στην ίδια συνεδρίαση είχε αποφασιστεί και η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2022 στο Κατάρ, για την οποία επίσης υπήρξαν αποκαλύψεις περί χρηματισμού. Τελικά το σκάνδαλο οδήγησε στη φυλακή υψηλόβαθμα στελέχη της FIFA και σε παραίτηση από τη θέση του προέδρου της τον Σεπ Μπλάτερ

Κώδικες διακυβέρνησης

Λαμβάνοντας υπόψη ότι αρκετοί διεθνείς και εθνικοί αθλητικοί οργανισμοί έχουν δει τα έσοδά τους να πολλαπλασιάζονται από την αύξηση των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, γίνεται φανερό ότι οι προκλήσεις στην οργανωσιακή διακυβέρνηση είναι πλέον πολύ μεγαλύτερες σε σύγκριση με το παρελθόν. Για τον λόγο αυτόν, συνεχώς βλέπουν το φως της δημοσιότητας κώδικες χρηστής διακυβέρνησης, στρατηγικές μεταρρυθμίσεων και, ως επί το πλείστον, μεμονωμένα μέτρα ενίσχυσης της διακυβέρνησης εκ μέρους των ίδιων των αθλητικών οργανισμών προκειμένου να περιφρουρήσουν την πολυπόθητη αυτονομία τους.

Οι κώδικες διακυβέρνησης μπορούν να θεωρηθούν ως μηχανισμός ή εργαλείο μιας ευρύτερης ατζέντας εκσυγχρονισμού που επιδιώκει να επηρεάσει τη δομή και τη λειτουργία των αθλητικών οργανισμών. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η εν λόγω «κωδικοποίηση» μετατρέπει τη θεωρητική συζήτηση σε ένα πρακτικό εγχειρίδιο (manual) το οποίο, εναρμονιζόμενο με την οικεία εθνική αθλητική νομοθεσία, βοηθά τους οργανισμούς σε αυτήν τη διαρκή προσπάθεια βελτίωσης της οργανωσιακής διακυβέρνησης.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Σήμερα, κώδικες χρηστής διακυβέρνησης στον αθλητισμό εντοπίζονται σε οκτώ χώρες της ΕΕ: Βέλγιο, Κύπρο, Εσθονία, Φινλανδία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ολλανδία και Πολωνία. Πρόκειται μόνο για το 29% των 27 κρατών-μελών της ΕΕ. Η Ελλάδα δεν διαθέτει συγκεκριμένο κώδικα χρηστής διακυβέρνησης για τους αθλητικούς οργανισμούς, ωστόσο η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (ΓΓΑ) έχει επιλέξει να ενσωματώσει σχετικές προβλέψεις: (α) στο νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τον χώρο του αθλητισμού, (β) μέσω της Εθνικής Πλατφόρμας Αθλητικής Ακεραιότητας και (γ) στο πρόγραμμα «Χίλων», που αξιολογεί τις αθλητικές ομοσπονδίες και προσδιορίζει την κατανομή των δημόσιων επιχορηγήσεων, οι οποίες ανέρχονται ετησίως στο ύψος περίπου των €18 εκατ. Από τον Οκτώβριο του 2020, ωστόσο, η ΓΓΑ συμμετέχει σε τριετές ερευνητικό πρόγραμμα (με τον υπογράφοντα μεταξύ των επικεφαλής του προγράμματος), που αποσκοπεί στη συγκρότηση ενός συγκλίνοντα κώδικα χρηστής διακυβέρνησης, ο οποίος θα μπορεί να υιοθετηθεί και να εφαρμοστεί από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.[2]

Σε κάθε περίπτωση, είτε μέσω της «κωδικοποίησής» της είτε χωρίς, η διακυβέρνηση ως γνωστικό αντικείμενο έρευνας και διοικητικής πρακτικής έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε σε βάθος: (α) τον κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό ρόλο των αθλητικών οργανισμών στη σύγχρονη κοινωνία και (β) τις συνέπειες της απουσίας της. Στις πιο απλές μορφές οργάνωσης του αθλητισμού, στο επίπεδο δηλαδή ενός αθλητικού συλλόγου ή σωματείου, τίθενται οι προϋποθέσεις για να υφίσταται ο δεσμός κοινού συμφέροντος, ως ζωτικό μέρος αυτού που αποκαλούμε «κοινωνία των πολιτών». Οι οργανισμοί αυτοί είναι κοινή υπόθεση των μελών τους και όλων εκείνων των πολιτών που επιλέγουν να ενεργοποιούνται στις λειτουργίες τους, ώστε να παράγουν ωφελήματα για τους αθλητές τους και να σχεδιάζουν τα λεγόμενα «μοντέλα ανάπτυξης» του κάθε αθλήματος.

Όμως, για να ευδοκιμήσει αυτός ο δεσμός κοινού συμφέροντος, απαιτούνται όραμα, στρατηγικοί στόχοι, πόροι, ξεκάθαρες πολιτικές και διαδικασίες ελέγχου που διασφαλίζουν την τήρηση της νομιμότητας και την ουσιαστική λογοδοσία και διαφάνεια. Στο πλαίσιο αυτό, οι αθλητικοί οργανισμοί οφείλουν να περιφρουρούν και να ενισχύουν τις δημοκρατικές διαδικασίες στο εσωτερικό τους. Παράλληλα, οι εκάστοτε ηγέτες των αθλητικών οργανισμών επιβάλλεται όχι μόνο να ασκούν αποτελεσματική διακυβέρνηση στις παρούσες συνθήκες, αλλά και να εργάζονται, να μεριμνούν και να εξασφαλίζουν την ομαλή παράδοση της «σκυτάλης» στους νέους ηγέτες – με τον ίδιο τρόπο που αποσύρονται οι μεγάλοι αθλητές από το βάθρο για να ανεβούν οι νεότεροι. Όταν η διακυβέρνηση είναι απούσα ή «νοσεί» σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τότε μοιραία εντός των αθλητικών οργανισμών κυριαρχούν η αδιαφάνεια, η κακοδιαχείριση των πόρων και τα κάθε είδους σκάνδαλα που διαβρώνουν τις δημοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες οι ίδιοι οι οργανισμοί έχουν θεσμοθετήσει. Ταυτόχρονα, δημιουργείται σημαντικό έλλειμμα νομιμότητας, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται η αυτονομία και το αλληλένδετο δικαίωμα της αυτορρύθμισης των αθλητικών οργανισμών, στοιχεία που –έως τις ημέρες μας– θεωρούνται αυτονόητα.


* Ο Δρ Χρήστος Αναγνωστόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Διοίκησης Αθλητισμού στο Hamad Bin Khalifa University του ΚατάρΑρθρογραφεί επί θεμάτων που αφορούν τη διακυβέρνηση,  τη διαχείριση και την επιχειρηματικότητα στον αθλητισμό

[1] «Bigger than Blatter», The Economist (6 Ιουνίου 2015)· διαθέσιμο διαδικτυακά: www.economist.com/leaders/2015/06/06/bigger-than-blatter (τελευταία ανάκτηση: 15 Σεπτεμβρίου 2022).

[2] 622342-EPP-1-2020-1-PL-SPO-SCP: Governance Sport Codification Convergence (ακρωνύμιο: ACTION).