Eκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου καταθέτουν στην Οικονομική προβληματισμούς για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας

Οικονομική Επιθεώρηση, Οκτώβριος 2022, τ.1023

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

του Γιώργου Μανέττα

Μήνυμα εγρήγορσης και επαγρύπνησης «ενόψει του πιο δύσκολου χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών» στέλνουν μέσω της Οικονομικής εκπρόσωποι θεσμικών φορέων της οικονομίας, μετά και την ολοκλήρωση της παρουσίας των πολιτικών αρχηγών στην 86η ΔΕΘ, κάνοντας ειδική αναφορά στην αβεβαιότητα που προκαλεί το «ρευστό και ασταθές διεθνές περιβάλλον». Στέκονται στην εκρηκτική άνοδο του ενεργειακού κόστους, η οποία –όπως χαρακτηριστικά λένε– «κυριαρχεί παρά τα μέτρα στήριξης» και προειδοποιούν για τις συνέπειες στην αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι ζητάνε να υπάρχουν έτοιμες νέες εφεδρείες κρατικής ρευστότητας, οι οποίες θα μπορούν «να τεθούν άμεσα στη διάθεση του εμπορικού κόσμου», που παλεύει να ανακτήσει το χαμένος έδαφος της πανδημίας κάτω από αντίξοες συνθήκες (πόλεμος στην Ουκρανία, πληθωρισμός, ακριβό χρήμα), ενώ άλλοι εκφράζουν φόβους για τον κίνδυνο δημοσιονομικής εκτροπής, καθώς –όπως λένε κάποιοι– «η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση εύθραυστης σταθερότητας». Προβληματισμός, τέλος, επικρατεί για τη μακρά προεκλογική περίοδο και την πολιτική ένταση που θα αναπτυχθεί, αλλά και τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν στο δημοσιονομικό μέτωπο, το οποίο η κυβέρνηση καλείται να προφυλάξει ως κόρη οφθαλμού στο πλαίσιο της εθνικής προσπάθειας για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Αβεβαιότητα και Πραγματισμός

του Γιώργου Αργείτη, επιστημονικού διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και καθηγητή Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών 

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση εύθραυστης σταθερότητας, με στοιχεία ανθεκτικότητας αλλά και αβέβαιης προοπτικής. Ο υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης του πρώτου εξαμήνου είναι μια πολύ θετική εξέλιξη, όπως και η μείωση του ποσοστού της ανεργίας και του ποσοστού του δημόσιου χρέους στο ονομαστικό ΑΕΠ. Η χώρα φαίνεται να αποφεύγει βραχυπρόθεσμα τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού.

Οι παράγοντες που στηρίζουν την τρέχουσα δυναμική της μεγέθυνσης είναι η κατανάλωση, οι εξαγωγές υπηρεσιών, δηλαδή ο τουρισμός, και σε πολύ μικρότερο βαθμό οι επενδύσεις, ο όγκος των οποίων εξακολουθεί να μην έχει ισχυρό μακροοικονομικό αποτύπωμα. Η σύνθεση των παραγόντων αυτών εγείρει ζητήματα βιωσιμότητας της οικονομικής δυναμικής.

Η διατηρησιμότητα του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης είναι επισφαλής. Η επίδοση της κατανάλωσης το πρώτο εξάμηνο ήταν συνάρτηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών, των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης και του τουρισμού. Όμως, ήδη από το πρώτο τρίμηνο του 2022 τα νοικοκυριά είναι σε αρνητική αποταμίευση, δηλαδή η κατανάλωσή τους ξεπερνά το διαθέσιμο εισόδημά τους. Η υπερ-απόδοση των έμμεσων φόρων, λόγω της δυναμικής του ΑΕΠ και του υψηλού πληθωρισμού, δημιούργησε βαθμούς επιδοματικής ελευθερίας σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον δημοσιονομικής χαλάρωσης.

Αλλά σε μια χώρα που βίωσε μια δραματική κρίση χρέους, η χρήση των δημοσιονομικών πόρων πρέπει να γίνεται με σύνεση. Το δημοσιονομικό παράδοξο της ασκούμενης πολιτικής είναι ότι δεν αναδεικνύει τη μείωση του δημόσιου χρέους ως το πλέον βιώσιμο μέσο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Το δημόσιο χρέος ως απόλυτο μέγεθος είναι πλέον αντίστοιχο εκείνου του 2011 και η ανάγκη δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων επιβεβλημένη. Η αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνοδεύεται με δραματική αύξηση των εισαγωγών αγαθών. Σε μια οικονομία όπου η παραγωγή θα βρισκόταν στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής, η σημερινή κατάσταση του εμπορικού ισοζυγίου θα ήταν ένδειξη κρίσης του εξωτερικού τομέα της οικονομίας και πηγή μεγάλης αβεβαιότητας και αστάθειας.

Παράλληλα, το ποσοστό της απασχόλησης παραμένει σταθερά κάτω από το 60% του εργατικού δυναμικού. Η αύξηση της απασχόλησης όμως είναι ένας παράγοντας που προσδιορίζει τη βιωσιμότητα του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κατανάλωσης. Ο άλλος είναι οι αμοιβές. Τον Ιούλιο η μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθό από την ακρίβεια ήταν στο 19,2%.

Είναι εντυπωσιακά τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας του ΙΝΕ ΓΣΕΕ που δείχνουν ότι το 80% των εργαζομένων δεν είδε καμία αύξηση στον μισθό του το 2022 και ότι η ακρίβεια έχει αναγκάσει το 70% των εργαζομένων να περικόψουν τις δαπάνες τους για βασικά είδη διατροφής. Επίσης, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη των ευρωπαϊκών συνδικάτων, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν φτάσει να καταβάλλουν το ύψος 54 κατώτατων ημερομισθίων, δηλαδή σχεδόν δύο μηνών εργασία, για την πληρωμή μόνο του κόστους ενέργειας.

Η κατάσταση των εργαζομένων και των νοικοκυριών τους είναι ακόμη πιο δραματική εάν επεκταθούμε σε δείκτες μέτρησης της ποιότητας της απασχόλησης στην Ελλάδα. Τα ευρήματα αυτά παράγουν απαισιόδοξες προσδοκίες για τη διατηρησιμότητα της κατανάλωσης και του ΑΕΠ.

Η τρέχουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί δεδομένα που κάνουν το ποτήρι να φαίνεται ταυτόχρονα μισογεμάτο και μισοάδειο. Η μακρά προεκλογική περίοδος που έχουμε μπροστά μας εγκυμονεί κινδύνους λαϊκισμού, οι οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν όλα τα υποσυστήματα της οικονομίας, και κυρίως το δημοσιονομικό, με πολύ αρνητικές οικονομικές, κοινωνικές και γεωπολιτικές συνέπειες.

Τρία κεντρικά ερωτήματα

του Νίκου Βέττα, γενικού διευθυντή του ΙΟΒΕ και καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Έχει γίνει αναμενόμενη συμπεριφορά το κέντρο των ανακοινώσεων στη ΔΕΘ να είναι παροχές που μπορεί να βελτιώσουν τη θέση των πολιτών. Τουλάχιστον από πολιτική και δημοσιογραφική άποψη, καθώς όσον αφορά την ίδια την οικονομική πολιτική υπάρχουν συχνά πτυχές της που είναι πιο ουσιώδεις. Συνολικά, σημασία έχει πώς διαμορφώνεται το πλαίσιο στο οποίο θα μπορούν να δημιουργούνται εισοδήματα στο επόμενο διάστημα με συστηματικό τρόπο και όχι συγκυριακά.

Το οικονομικό πλαίσιο έχει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μετά από δύο χρόνια πανδημίας, με βαθιά γεωπολιτική κρίση και νέα παγκόσμια αβεβαιότητα, οι κίνδυνοι είναι υψηλοί. Η περαιτέρω επιβράδυνση στις ευρωπαϊκές οικονομίες φαίνεται αναπόφευκτη. Οι περισσότερες οικονομίες έχουν υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, ο πληθωρισμός δεν θα αποκλιμακωθεί γρήγορα και υπάρχει συνεχιζόμενη άνοδος επιτοκίων. Η ενεργειακή κρίση μάλλον θα οξυνθεί περισσότερο πριν υπάρξει κάποια λύση, που αναγκαστικά θα έχει και γεωπολιτικές διαστάσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας καταγράφεται σήμερα υψηλότερος από ό,τι σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές, καθώς συντρέχουν λόγοι συγκυριακοί, όπως η ανάκαμψη στον τουρισμό, αλλά και συστηματικοί, όπως η σταδιακή κάλυψη του παραγωγικού κενού. Όμως η οικονομία μας δέχεται και θα συνεχίσει να δέχεται και το επόμενο έτος σημαντικές πιέσεις. Αυτές καταγράφονται πιο άμεσα στα νοικοκυριά, μέσω αυξήσεων του κόστους διαβίωσης, αλλά και στις επενδύσεις, που είναι αναγκαίο να αυξάνονται προσεχώς.

Με τα παραπάνω δεδομένα, το έργο της οικονομικής πολιτικής δεν είναι εύκολο. Θα πρέπει να δείξει σταθερότητα στη στόχευση ώστε σταδιακά να αυξάνεται η παραγωγικότητα της οικονομίας μας και να μειώνεται η υστέρηση από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, κάτι που θα είναι στοιχείο για να μην υπάρξει και κίνδυνος στην ομαλή χρηματοδότηση. Ταυτόχρονα, προσαρμοστικότητα στις διακυμάνσεις, αλλά κυρίως να στέλνονται καθαρά και συνεπή μηνύματα προς όλες τις πλευρές.

Όσον αφορά το δημόσιο ταμείο, κυρίως τους φόρους και τις μεταβιβάσεις, το πλέγμα των ανακοινώσεων στη ΔΕΘ είναι γενικά ισορροπημένο. Η κατεύθυνση των ελαφρύνσεων κυρίως για στήριξη της εργασίας και των εισοδημάτων της είναι θετική. Εκεί, άλλωστε, υπάρχει η μεγαλύτερη στρέβλωση. Η πρόθεση ώστε η επιδοματική πολιτική να γίνει πιο στοχευμένη, προς όπου είναι πραγματικά απαραίτητη, είναι επίσης σωστή. Πτυχές των μέτρων που μπορεί να αμβλύνουν το δημογραφικό πρόβλημα είναι αξιοσημείωτες.

Τα κεντρικά ερωτήματα στους επόμενους μήνες είναι τρία. Πώς θα δρομολογηθεί η αναγκαία μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μάλιστα σε μια περίοδο που προεκλογικά αλλά και μετεκλογικά μπορεί να υπάρχει πολιτική ένταση; Πώς μπορούν να εφαρμοστούν πολιτικές που θα ενισχύουν την παραγωγική βάση και την εξωστρέφεια της οικονομίας, καθώς χωρίς ισχυρή μεγέθυνση και η δημοσιονομική ευστάθεια θα αποδειχθεί επώδυνη; Τέλος, πώς μπορεί να προετοιμαστεί καλύτερα και να προστατευθεί η οικονομία από πιθανές ακόμη μεγαλύτερες αναταράξεις στις αγορές ενέργειας, αλλά και χρηματοοικονομικές κρίσεις;

Ποιες ΜμΕ θα βγάλουν τον δύσκολο χειμώνα

του Γιώργου Καρανίκα, προέδρου της Ελληνική Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας

Σε υπόμνημά της που έθεσε υπόψη της κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων πριν από την 86η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας προειδοποιούσε για τον κίνδυνο η πρωτοφανής ενεργειακή και πληθωριστική κρίση που βιώνουμε να θέσουν εν αμφιβόλω τον εθνικό στόχο για ψηφιακή σύγκλιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και δη τον εμπορικών, που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη ψηφιακή υστέρηση, με τους ισχυρούς εγχώριους ανταγωνιστές τους και τις ξένες πολυεθνικές.

Μετά τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες από το βήμα της ΔΕΘ και ενόψει του «πιο δύσκολου χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών», θα πρέπει να αξιολογηθούν συνδυαστικά τέσσερις διαφορετικοί παράγοντες που θα συνδιαμορφώσουν το οικονομικό περιβάλλον, άρα και τις αντοχές των επιχειρήσεων, τους ερχόμενους μήνες:

  • Πρώτον, η μεσοπρόθεσμη επίδραση (κυρίως μετά τον Ιανουάριο του 2023) που θα έχουν στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών τα έκτακτα και μόνιμα μέτρα στήριξης του εισοδήματός τους.
  • Δεύτερον, το εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο, όπως διαφαίνεται από τις τελευταίες εξελίξεις, να παρέμβει κεντρικά η Ευρωπαϊκή Ένωση προς τα κράτη-μέλη σε δύο κατευθύνσεις: α) τη μείωση του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και β) τη στήριξη της ρευστότητας ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού και πληττόμενων ΜμΕ.
  • Τρίτον, οι επιπτώσεις στην επενδυτική δραστηριότητα που θα έχει η αύξηση στο κόστος του χρήματος μετά τις τελευταίες αποφάσεις της ΕΚΤ για άνοδο των επιτοκίων.
  • Τέταρτον, η επίδραση που θα έχει στην οικονομική δραστηριότητα η προεκλογική περίοδος που, ατύπως, άνοιξε με τη ΔΕΘ. Αστάθμητος παράγοντας, πέρα και έξω από κάθε στενή οικονομική πρόβλεψη, θα παραμείνει, όπως όλα δείχνουν, το επόμενο διάστημα η ρωσο-ουκρανική σύρραξη και οι αποφάσεις της ρωσικής κυβέρνησης για το άνοιξε-κλείσε της κάνουλας του φυσικού αερίου προς τα ευρωπαϊκά κράτη.

Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό και ασταθές διεθνές οικονομικό περιβάλλον καθίσταται προφανές πως, παρά το εύρος των νέων παροχών και μέτρων της κυβέρνησης, που φθάνουν τα 5,5 δισ., θα απαιτηθεί συνεχής εγρήγορση του οικονομικού επιτελείου για πιθανές παρενέργειες της κρίσης στη βιωσιμότητα ιδιαίτερα των πολύ μικρών και μικρών εμπορικών επιχειρήσεων, οι οποίες εξακολουθητικά και επώδυνα από την αρχή του έτους υφίστανται συνεχή συρρίκνωση των εσόδων τους, είτε διότι βρίσκονται σε περιοχές που δεν αποτελούν δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς είτε επειδή δεν έχουν προλάβει να αποκτήσουν αξιόλογο μερίδιο αγοράς στο κερδοφόρο πεδίο του e-commerce.

Το κυριότερο πρόβλημα που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι εμπορικές επιχειρήσεις –και όχι μόνο στην Ελλάδα– θα είναι ο φοβισμένος καταναλωτής, που υπό το βάρος της δυσμενούς συγκυρίας δεν αποκλείεται να περιορίσει κι άλλο τις αγορές του, εστιάζοντας αποκλειστικά στα είδη πρώτης ανάγκης.

Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να είναι έτοιμες οι –όποιες– εφεδρείες ρευστότητας του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία από το τραπεζικό σύστημα, να τεθούν άμεσα στη διάθεση του εμπορικού κόσμου.

Και ευελπιστούμε πως, εφόσον βγάλουμε τον δύσκολο χειμώνα, η κυβέρνηση θα επανεξετάσει άμεσα το πάγιο και δίκαιο αίτημα ολόκληρου του επιχειρηματικού κόσμου για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, και όχι μόνο προσωρινή αποφυγή του για τις επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν εργαζομένους.

Σε κλοιό ακρίβειας διαρκείας

του Αναστάσιου Καπνοπώλη, προέδρου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης

Η διαμορφωθείσα κατάσταση για πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είναι οριακή, καθώς οι αντοχές τους έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Το πρόβλημα του υπέρογκου λειτουργικού κόστους που αντιμετωπίζουν τορπιλίζει την κατάσταση. Ο φετινός χειμώνας προμηνύεται δύσκολος τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, αφού το μείγμα των ενεργειακών προϊόντων παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η κατάσταση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις γίνεται όλο και πιο ασφυκτική. Η μείωση των τζίρων σε πολλές περιπτώσεις επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με την εκτίναξη του λειτουργικού κόστους και τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις από την περίοδο της δεκαετούς κρίσης, αλλά και της πανδημίας, οδηγούν πολλές επιχειρήσεις σε αδιέξοδο.

Η γενικότερη ακρίβεια έχει χτυπήσει κόκκινο, με τον πληθωρισμό και τον Αύγουστο να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, αγγίζοντας το 11,6%. Για έναν ακόμη μήνα καταγράφονται ανατιμήσεις-φωτιά στην ενέργεια, τα τρόφιμα αλλά και τις μεταφορές.

Τα μηνύματα για το φθινόπωρο και τον χειμώνα είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξα. Οι ανησυχίες για παρατεταμένη διακοπή στην τροφοδοσία του φυσικού αερίου, μετά και την ανακοίνωση της Gazprom για τριήμερο κλείσιμο του Nord Stream στο τέλος Αυγούστου, προκαλούν νέα άνοδο των τιμών της ενέργειας.

Σε αυτό το νέο κύμα ενεργειακής ακρίβειας, οι επιδοματικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, αν και είναι ένα μέτρο ανακούφισης για τους καταναλωτές, δεν είναι πανάκεια. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι το σύστημα των συνεχών επιδοτήσεων δεν είναι πλέον ούτε επαρκές ούτε βιώσιμο. Ήδη το γεγονός ότι μειώνεται τον Σεπτέμβριο το ποσοστό κάλυψης των βιομηχανιών στο 50% από 67% τον Αύγουστο σημαίνει ότι θα υπάρξει μετακύλιση του επιπλέον κόστους στις τελικές τιμές. Κι αν μόνο για τον Σεπτέμβριο χρειάζονται 2 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις, πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να καλύψει τις ανάγκες στη διάρκεια του χειμώνα, όταν η κατανάλωση θα είναι αυξημένη;

Είναι, επομένως, ανάγκη τώρα να ληφθούν γενναία μέτρα, τα οποία θα αντιμετωπίσουν τη ρίζα του προβλήματος της ενεργειακής ακρίβειας. Η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, η θέσπιση πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας, καθώς και οι μειώσεις ΦΠΑ σε βασικά είδη είναι παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στη σχετική εργαλειοθήκη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και μπορούν να εφαρμοστούν με άμεσο αντίκρισμα για τους καταναλωτές.

Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται ήδη πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Η κυβέρνηση της Γερμανίας, για παράδειγμα, μείωσε τους φόρους στα καύσιμα για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, ενώ πρόσφατα ανακοίνωσε ότι θα μειώσει τον συντελεστή ΦΠΑ στο φυσικό αέριο, από 19% σε 7% ως τον Μάρτιο του 2024. Πολιτικές μείωσης φόρων και τελών –σε συνδυασμό με μέτρα ενίσχυσης ευάλωτων πολιτών– έχουν εφαρμόσει, επίσης, χώρες όπως το Βέλγιο, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Ιρλανδία, η Τσεχία, η Ισπανία κ.ά.

Το ίδιο θα πρέπει άμεσα να πράξει και η Ελλάδα.

Την ίδια ώρα η νωχελικότητα και η αναβλητικότητα της ΕΕ να λάβει συντονισμένες αποφάσεις δημιουργεί ανησυχία για τους μήνες που έρχονται. Η άσκηση γενναίων εθνικών πολιτικών, με αξιοποίηση ενός ολοκληρωμένου οπλοστασίου παρεμβάσεων, είναι μονόδρομος επιβίωσης για την οικονομία και την κοινωνία.

Ο κίνδυνος δημοσιονομικής εκτροπής

του Αντώνη Ζαΐρη, αναπληρωτή αντιπροέδρου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος

 Το συνολικό πακέτο των μέτρων που εξήγγειλε ο Έλληνας πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ αγγίζει τα 5,5 δισ. με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων, την αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας και την ενίσχυση των νοικοκυριών.

Ωστόσο, παρά το γενναίο πακέτο στήριξης, το ενεργειακό κόστος θριαμβεύει με εκρηκτική άνοδο του κόστους, που δοκιμάζει τις αντοχές επιχειρήσεων και πολιτών. Από τα τέλη του 2021 οι επιχειρήσεις πληρώνουν τετραπλάσια τιμή ανόδου στο ρεύμα και πενταπλάσια στο φυσικό αέριο.

Η συμμετοχή του ενεργειακού κόστους έχει διπλασιαστεί ως ποσοστό στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων, ενώ αντιπροσωπεύει ποσοστό περίπου 30% των γενικών εξόδων της επιχείρησης.

Η προσέγγιση της κυβέρνησης θα πρέπει να εστιασθεί, πέραν των πακέτων στήριξης ανά μήνα, στη δημιουργία, προληπτικά, μονιμότερου μηχανισμού με αποθεματικό λογαριασμό για κάλυψη εκτάκτων αναγκών ελάφρυνσης των ευάλωτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Οι επιπτώσεις των ανατιμήσεων στην ενέργεια για μεν τις επιχειρήσεις μεταφράζεται σε διστακτικότητα στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και στην εξαγωγική δραστηριότητα, για δε τα νοικοκυριά σε επιφυλακτικότητα στις αγοραστικές τους προτιμήσεις λόγω μείωσης του αγοραστικού διαθεσίμου εισοδήματος από τις πληθωριστικές πιέσεις.

Χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής τα βασικά μεγέθη της οικονομίας ώστε να αποφευχθεί η δημοσιονομική εκτροπή, καθώς και ο κίνδυνος μιας νέας αυξημένης μνημονιακής επιτήρησης αντί της επιδίωξης εισόδου της οικονομίας το 2023 σε επενδυτική βαθμίδα που θα επιτρέψει τον δανεισμό από τις αγορές.

Ως εκ τούτου χρειάζεται σύνεση, σοβαρότητα και προσήλωση στους δημοσιονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους της χώρας, με έμφαση στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, την αντιμετώπιση αρρυθμιών που παρατηρούνται στην αγορά εργασίας και των αγκυλώσεων σε δημόσια διοίκηση και δικαιοσύνη. Και, βεβαίως, πρέπει να ξανανοίξει η ατζέντα και να στραφεί εποικοδομητικά ο δημόσιος διάλογος γύρω από το νέο αναπτυξιακό-παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας.