Οι Έλληνες της Λατινικής Αμερικής

Οικονομική Επιθεώρηση, Αύγουστος 2022, τ.1021 ΔΙΑΣΠΟΡΑ

του Γιώργου Βαϊλάκη

Η σχέση που έχουν οι Έλληνες με τη Λατινική Αμερική είναι μακρά και εν μέρει ανεξιχνίαστη, με τις πρώτες αφίξεις τους εκεί να τοποθετούνται στην εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων, κάπου μεταξύ ιστορίας και μύθου. Αλλά από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής έμελλε να γίνουν μια νέα πατρίδα για πολλούς Έλληνες μετανάστες. Κυριότεροι πόλοι έλξης υπήρξαν πρωτίστως η Αργεντινή και δευτερευόντως η Ουρουγουάη και η Βραζιλία.

Έλληνες της Αργεντινής

Η πλατεία Nico με το άγαλμα του Νικόλαου Κολμανιάτη στο Μπουένος Άιρες

Οι Έλληνες πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους στην επικράτεια που αργότερα θα αποτελούσε την Αργεντινή την εποχή ήδη της ανακάλυψης της αμερικανικής ηπείρου, ως μέλη των πληρωμάτων των θαλασσοπόρων Κορτέζ και Πισάρο. Επίσης, δύο Έλληνες ναυτικοί, οι Υδραίοι Νικόλαος Κολμανιάτης (ή Γεωργίου) και Σαμουήλ Σπύρου, αναφέρεται ότι πολέμησαν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας της Αργεντινής. Μάλιστα, πολέμησαν σκληρά και ηρωικά, και ο τελευταίος έδωσε ακόμα και τη ζωή του για την ελευθερία των Αργεντίνων.

Η Αργεντινή ουδέποτε λησμόνησε όσα χρωστούσε στους δύο ηρωικούς Έλληνες, τον Nicolas Jorge και τον Samuel Spiro, όπως τους έλεγαν, και τους τίμησε. Ένα πλοίο του αργεντίνικου πολεμικού ναυτικού φέρνει έκτοτε το όνομα του Σπύρου (ARA Spiro), ενώ για τον Κολμανιάτη στήθηκε στην πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες ένα μνημείο προς τιμήν του.

Οι Έλληνες μετανάστες της νεότερης εποχής

Πάντως, οι Έλληνες μετανάστες της νεότερης εποχής άρχισαν να φτάνουν στην Αργεντινή μετά από το 1870, όταν πια η χώρα είχε ανακηρύξει επίσημα την ανεξαρτησία της από την Ισπανία. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία η Αργεντινή προσπάθησε να προσελκύσει εργατικά χέρια και οι μετανάστες έφταναν είτε ως μέλη πληρωμάτων καραβιών ή έχοντας αποκτήσει συμβόλαια εργασίας.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης την εποχή που ήταν πρόξενος στο Μπουένος Άιρες, το οποίο ήταν το λιμάνι από όπου περνούσαν οι τεράστιες εξαγωγές μοσχαριού και σιταριού στην Ευρώπη

Η Αργεντινή προσέλκυσε τους μετανάστες γιατί ήταν χώρα πλούσια σε πρώτες ύλες και είδη διατροφής και εξήγε μεγάλες ποσότητες προϊόντων σε όλο τον κόσμο. Ειδικά κατά τις δεκαετίες του 1910 και 1920 το εξαγωγικό εμπόριο ήταν σε άνθηση και απασχολούνταν σε αυτό χιλιάδες εργάτες. Το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων προς την Αργεντινή ενισχύθηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου και τροφοδοτήθηκε κυρίως από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο οποίος το 1925 ξεκίνησε μια επιχείρηση παραγωγής τσιγάρων στο Μπουένος Άιρες. Και αυτή δεν ήταν παρά μόνον η αρχή μιας τεράστιας πολύπτυχης επιχειρηματικής αυτοκρατορίας.

Η μετανάστευση διακόπηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1960, με τον αριθμό των ομογενών σήμερα να είναι περίπου 20-30.000. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες βρίσκονται εγκατεστημένοι στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες και είναι οργανωμένοι σε αρκετές κοινότητες. Πολλές ελληνικές κοινότητες διαθέτουν δημοτικά σχολεία ή κάποια προγράμματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Επιπλέον, στη χώρα υπάρχουν 11 ελληνορθόδοξοι ναοί, ενώ η Μητρόπολη Μπουένος Άιρες υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και περιλαμβάνει στην πνευματική της δικαιοδοσία, εκτός από την Αργεντινή, μεταξύ άλλων και τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη.

Απευθυνθήκαμε στον πρώην πρόεδρο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Μάριο Παναγόπουλο για να μας μιλήσει για την εκεί ελληνική μετανάστευση, τις ελληνικές κοινότητες και την τωρινή τους κατάσταση, τις οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων της Αργεντινής και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

Τα ελληνικά μεταναστευτικά ρεύματα

«Ο ελληνισμός της Αργεντινής κατάγεται από τα τέλη του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα το πρώτο μεταναστευτικό ρεύμα ήταν στο διάστημα 1890-1924, ενώ ένα δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κατά το διάστημα 1940-1960. Αυτές ήταν οι δύο δεκαετίες που γέμισε απόδημους η Αργεντινή. Με τον εμφύλιο στην Ελλάδα και το προσφυγικό, έφυγαν μαζικά. Είμαι Έλληνας πρώτης γενιάς από γονείς που ήρθαν στην Αργεντινή πολύ μικροί, ο πατέρας μου το ’49, η μητέρα μου το ’52, και γνωρίστηκαν εδώ, στο Ροσάριο, που είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Εγώ γεννήθηκα το 1961 στο Ροσάριο και όλη την υπόλοιπη ζωή μου την έχω περάσει στο Μπουένος Άιρες. Οι πιο πολλοί Έλληνες που ήρθαν εδώ κατ’ αυτήν την εικοσαετία ήταν έμποροι, αρχίσαν με περίπτερα, μπακάλικα – ελάχιστοι έγιναν μεγάλοι επιχειρηματίες. Οι περισσότεροι, όμως, κατάφεραν να ανήκουν στη μεσαία τάξη. Και οι Αργεντίνοι σέβονται πάρα πολύ τα επίθετα των Ελλήνων, όταν πας σε κάποια δημόσια υπηρεσία και δουν το χαρακτηριστικό ελληνικό επώνυμο σου μιλάνε με ενθουσιασμό για την ελληνική κουλτούρα και δημοκρατία».

Οι Έλληνες ασχολούνται κυρίως με εμπορικές δραστηριότητες

Το εργοστάσιο του Μιχάλη Γεώργαλου, του Χιώτη που έμαθε στους Αργεντίνους το φημισμένο γλυκό μαντεκόλ, μια παραλλαγή του χαλβά

«Οι Έλληνες σήμερα εξακολουθούν να ασχολούνται με εμπορικές δραστηριότητες. Η Αργεντινή είναι τεράστια σε έκταση, είναι τριάντα φορές η Ελλάδα. Σε αυτήν την ποικιλόμορφη επικράτεια, όπου και αν πας, σε όποια πόλη ή χωριό θα βρεις Έλληνα. Στο Ροσάριο, στο Μπουένος Άιρες, στη Μαρ ντελ Πλάτα, στο Πόρτο Μάδριν, στο Κομοντόρο Ριβαντάβια – σε αυτές τις πόλεις υπάρχουν και σήμερα πολλές δραστήριες ελληνικές κοινότητες. Σε αυτές τις πόλεις οι Έλληνες είχαν πολλά μαγαζιά, ενώ άλλοι στο Πόρτο Μάδριν δουλεύανε σε εργοστάσια με ψάρια. Στο Μπουένος Άιρες, που είμαστε οι περισσότεροι Έλληνες, υπάρχουν έμποροι, υπάρχουν επιστήμονες και τώρα δύο υπουργοί της κυβέρνησης είναι ελληνικής καταγωγής, ο ένας, ο κ. Γκάμπριελ Κατοπόδης, είναι υπουργός Δημοσίων Έργων και η άλλη είναι η κυρία Σιλβίνα Μπατάκις, εδώ και μία εβδομάδα νέα υπουργός Οικονομίας της Αργεντινής. Μάλιστα, ο κ. Κατοπόδης είναι από παλιά ενεργό μέλος της ελληνικής κοινότητας του Μπουένος Άιρες. Υπάρχει, επίσης, η εταιρεία “Γεώργαλος”, που είναι συνώνυμη για τον Αργεντίνο με τα γλυκά και τον ελληνικό χαλβά – είναι η μία από τις τρεις μεγαλύτερες της χώρας».

«Η οικονομική κατάσταση γενικότερα στην Αργεντινή είναι δύσκολη, λόγω του πληθωρισμού, του Covid και του πολέμου στην Ουκρανία. Και επειδή οι Έλληνες ασχολούνται με το εμπόριο, τώρα υποφέρουν. Όσο για τις ελληνικές κοινότητες, ανέστειλαν τις δραστηριότητές του εξαιτίας του Covid και αυτή τη στιγμή δεν έχουν καταφέρει να επαναδραστηριοποιηθούν. Τουλάχιστον, η ελληνική γλώσσα διδάσκεται και μάλιστα τη μαθαίνουν και πολλοί Αργεντίνοι. Μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη ήταν η ίδρυση του δίγλωσσου ελληνοαργεντινού δημοτικού σχολείου της Ελληνικής Κοινότητας Μπουένος Άιρες, το 1984. Το σχολείο ιδρύθηκε με χρήματα του Ιδρύματος Ωνάση, ενώ το Υπουργείο Παιδείας της κυβέρνησης του Μπουένος Άιρες καλύπτει το 50% των αναγκών του (μισθούς του διδακτικού προσωπικού και άλλα έξοδα). Σε αυτό το σχολείο διδάσκουν Έλληνες εκπαιδευτικοί που στέλνονται εκεί από το ελληνικό Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων – τώρα έρχονται 4-5 εκπαιδευτικοί, ενώ πριν από είκοσι χρόνια είχαμε 12-15. Αλλά, πλέον, με την πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση οι νέοι φεύγουν από την Αργεντινή, πηγαίνουν για ένα καλύτερο μέλλον έξω. Οι Έλληνες δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτό».

Οι Έλληνες της Βραζιλίας

Σε αντίθεση με την Αργεντινή, όπου πολλοί Έλληνες είχαν ήδη εγκατασταθεί κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η πλειονότητα των Ελλήνων μεταναστών έφτασε στη Βραζιλία μετά το 1950. Και αυτό ίσως γιατί η χώρα ανοίχτηκε στη μετανάστευση, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μεταναστευτικό ρεύμα συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, οπότε και διακόπηκε λόγω της τότε οικονομικής κρίσης. Μετά το 1965 ο αριθμός των Ελλήνων μειώνεται σημαντικά. Σήμερα, οι μόνιμα εγκατεστημένοι Έλληνες στη Βραζιλία υπολογίζονται σε 25.000.

Οι πρώτοι μετανάστες ήταν κυρίως εργάτες

Ο μητροπολιτικός καθεδρικός ορθόδοξος ναός, στο Σάο Πάολο

Σε κάθε περίπτωση, οι πρώτοι μετανάστες ήταν κυρίως εργάτες. Αλλά, στις μέρες μας, οι περισσότεροι ασχολούνται με το εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Η μεταστροφή αυτή πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο της κρίσης του 1964-65, όταν οι εναπομείναντες στη χώρα Έλληνες αναγκάστηκαν να αναζητήσουν νέες οικονομικές διεξόδους. Κάπως έτσι, πολλοί τα κατάφεραν στην ενασχόλησή τους με το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις. Μεταξύ των ιδιαίτερα πετυχημένων Ελλήνων της Βραζιλίας αναφέρονται 24 εφοπλιστές και ναυτιλιακοί πράκτορες, 32 βιομήχανοι, 62 μεγαλέμποροι και 54 άλλοι επιχειρηματίες.

Οι Έλληνες της Βραζιλίας υπολογίζονται σε 25.000 και έχουν δημιουργήσει Κοινότητες, Συλλόγους και Αδελφότητες στις πόλεις που ζουν. Υπάρχουν συνολικά 18 Σύλλογοι και Κοινότητες, από τους οποίους οι 6 βρίσκονται στο Σάο Πάολο. Η Ελληνική Κοινότητα Αγίου Παύλου στο Σάο Πάολο ιδρύθηκε το 1984 και έχει 1.000 μέλη, γεγονός που την καθιστά τη μεγαλύτερη ελληνική κοινότητα στη Βραζιλία, και διαθέτει ιδιόκτητο κτήριο όπου λειτουργεί φροντιστήριο ελληνικής γλώσσας.

4 έδρες Νεοελληνικών Σπουδών

Επιπλέον, στη Βραζιλία υπάρχουν 4 έδρες Νεοελληνικών Σπουδών, στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Εσπίριτο Σάντο, στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο της Παμπούλχα και στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο της Παράνα. Όσο για την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, υπάγεται στη Μητρόπολη Μπουένος Άιρες, της Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ελληνορθόδοξοι ναοί υπάρχουν στις πόλεις Μπραζίλια, Ρίο ντε Τζανέιρο, Σάο Πάολο και Πόρτο Αλλέγκρε, όπου λειτουργούν Έλληνες ιερείς.

Αλλά, η πραγματικότητα είναι ότι ο αριθμός των Ελλήνων της Βραζιλίας ακολουθεί πτωτική τάση. Η ελληνική γλώσσα μιλιέται όλο και λιγότερο, γεγονός που γίνεται εμφανές από τον μικρό αριθμό των μαθητών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία. Τα ελληνικά εξομοιώνονται τα τελευταία χρόνια με μία ξένη γλώσσα, την οποία τα παιδιά των ομογενών τη διδάσκονται παράλληλα με τα βραζιλιάνικα – τα οποία έχουν γίνει πια η μητρική τους γλώσσα.

Οι Έλληνες της Ουρουγουάης

Στη μικρή χώρα της Ουρουγουάης και των 3.500.000 εκατομμυρίων κατοίκων, τουλάχιστον 6.000 άνθρωποι μιλούν την ελληνική γλώσσα, αρκετοί από αυτούς γνωρίζουν αρχαία ελληνικά και πολλοί δρόμοι και πλατείες έχουν ελληνικά ονόματα, ενώ αγάλματα αρχαίων φιλοσόφων κοσμούν τα δημόσια κτήρια της χώρας.

Η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία στο Μοντεβιδέο

Συνολικά, οι Ουρουγουανοί έδωσαν ελληνικά ονόματα σε 25 δρόμους της πρωτεύουσας, Μοντεβιδέο, ενώ η κεντρική λεωφόρος της ονομάζεται «Οδός Ελλάδας». Το πλέον επιβλητικό νεοκλασικό κτήριο στο κέντρο της πόλης ονομάζεται «Αθήναιον». Σε μια έρευνα της Eurostat του 2016 με θεματολόγιο ιστορικό και πολιτιστικό, οι Ουρουγουανοί απάντησαν πως όταν μιλούν για πολιτισμό, η πρώτη σκέψη που τους έρχεται στο μυαλό είναι η Ελλάδα. Οι ίδιοι, λατρεύουν τον ελληνικό πολιτισμό και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία!

Η χώρα της Λατινικής Αμερικής τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 δέχτηκε πολλούς Έλληνες. Στο λιμάνι έφταναν πλοία με Έλληνες ναυτικούς και μετανάστες, οι οποίοι θέλησαν να δημιουργήσουν μια καλύτερη ζωή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, ο Χειμαριώτης Δημητρίου υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που εγκαταστάθηκε στην Ουρουγουάη, το 1687. Τέσσερα χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, ο Αντώνης Βαρκάς, με καταγωγή από τα Δωδεκάνησα, συμμετείχε στην εκστρατεία Ουρουγουανών που είχαν σκοπό να απελευθερώσουν τη χώρα από την κατοχή της Βραζιλίας.

Η Ελληνική Κοινότητα Ουρουγουάης

Άγαλμα του Σωκράτη στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ουρουγουάης

Η Ελληνική Κοινότητα Ουρουγουάης ιδρύθηκε το 1916 και ήταν η πρώτη επίσημα αναγνωρισμένη οργανωμένη δομή των Ελλήνων στη Νότια Αμερική. Ο αριθμός των Ελλήνων που ζουν σήμερα στην Ουρουγουάη υπολογίζεται σε 1.000-1.200 άτομα. Ανάμεσά τους υπάρχουν αρκετοί επιχειρηματίες μεγάλης οικονομικής επιφάνειας, που ασχολούνται με το εμπόριο, τη βιομηχανία και τη ναυτιλία.

Η Ελληνική Κοινότητα είναι καλά οργανωμένη και διαθέτει κτηριακό συγκρότημα στο Μοντεβιδέο, που χτίστηκε με δαπάνες του Α. Ωνάση και του Α. Κονιαλίδη, καθώς και σχολές και μία ορθόδοξη εκκλησία. Υπό την ευθύνη της λειτουργεί ελληνικό σχολείο, ενώ έχει στην κατοχή της γηροκομείο, που περατώθηκε με ενίσχυση του Ιδρύματος Ωνάση.

Ένας άλλος οργανισμός ελληνικού ενδιαφέροντος στο Μοντεβιδέο είναι το Ίδρυμα Τσάκου, που ίδρυσε το 1978 ο εφοπλιστής Παναγιώτης Ν. Τσάκος (ο «Ωνάσης της Ουρουγουάης», όπως αποκαλείται από τα έντυπα της χώρας), με σκοπό την εκεί διάδοση και προβολή του ελληνικού πολιτισμού. Το Ίδρυμα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας, ενώ όσοι Ουρουγουανοί ενδιαφέρονται μπορούν να παρακολουθήσουν διαλέξεις για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, την αρχαία και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ιστορία, αλλά και να διδαχθούν την ελληνική γλώσσα.