Ποιος/πώς θα προσγειώσει την ένταση μετά την ψήφο δυσπιστίας;

 

Μελοδραματική ατμόσφαιρα κατόρθωσε να επικρατήσει στην Βουλή κατά την συζήτηση της ψήφου δυσπιστίας (οι παλιοί κάτι ήξεραν παλιότερα που την αποκαλούσαν ψήφο μομφής…) με θέμα/με αφορμή την τραγική υπόθεση των Τεμπών.

Το ότι όλη αυτή η υπόθεση θα εξαντλούνταν σε κινήσεις χειρισμών φάνηκε εξαρχής. Κάποιοι είχαν νοιώσει τον πειρασμό να θεωρήσουν αντανακλαστικό κοινοβουλευτικής λεβεντιάς την διαρρεύσασα πρόθεση Κυριάκου Μητσοτάκη (από τον Καναδά!) ότι θα «απαντήσει» στην πρόταση δυσπιστίας που δρομολόγησε ο Νίκος Ανδρουλάκης (και στην οποία προσήλθαν τα κόμματα της Αντιπολίτευσης) μετατρέποντάς την σε αίτημα ψήφου εμπιστοσύνης. Όμως.. κάποιοι άλλοι θυμήθηκαν την παρ. 5 του άρθρου 84 του Συντάγματος: για να περάσει ψήφος δυσπιστίας (γνωστότερη στους παλιούς ως ψήφος μομφής…) χρειάζονται 151 ψήφοι στην Βουλή. αντιθέτως, για την ψήφο εμπιστοσύνης αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων (αν και όχι κάτω από 121 ψήφους). Με δεδομένη λοιπόν – από την υπόθεση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών –  την στοργική ώθηση των βουλευτών της συμπολίτευσης προς την λογική μιας «εποικοδομητικής αποχής» (στην λογική του μην χαλάμε τις καρδιές μας!), γινόταν εύκολα φανερό ότι δίπλα στην κοινοβουλευτική λεβεντιά θα δινόταν εικόνα κάλυψης των νώτων: «μην μας προκύψουν πολιτικά αιχμηρές αποχές από την ψηφοφορία, από τα φίλια έδρανα, και ψαχνόμαστε!». Έτσι, το εύρημα της μετατροπής της ψήφου δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης εγκαταλείφθηκε άδοξα…

Και περάσαμε στην άλλη πατέντα: του ανεβάσματος των τόνων. Κατακόρυφα. Τελικά, η Κυβέρνηση κέρδισε – αναμενόμενο – την επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης, με ψήφους 159-141. Ο εγκαλούμενος Κώστας Αχ. Καραμανλής έκανε κίνηση προσωπικής διάσωσης, ανοίγοντας ο ίδιος τον δρόμο για… Προανακριτική, η οποία είχε καταβυθιστεί πριν λίγο μόνο καιρό. Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχασε δυο στενούς συνεργάτες (Στ. Παπασταύρου και Γ. Μπρατάκο, οι οποίοι κάλυπταν το κενό από τον άλλο εξωσθέντα, για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, Γρ. Δημητριάδη – μην το ξεχνούμε) αφού όμως άνοιξε βαρύτατο μέτωπο με τον πολυεπιχειρηματία και μηντιακό συντελεστή Βαγγέλη Μαρινάκη (με διατυπώσεις που θύμιζαν Κώστα Καραμανλή περί νταβατζήδων, αν μη Κωνσταντίνο Μητσοτάκη περί διαπλεκομένων με δική του αναφορά σε «φουσκωμένα πορτοφόλια) . έκρινε δε ότι μπορούσε να απευθυνθεί ο ίδιος προς συγγενείς όσων πέθαναν φρικτά στην σύγκρουση τραίνων των Τεμπών με την διατύπωση «σας κοιτώ στα μάτια [τους συγγενείς των θυμάτων] και σας λέω ότι ουδέποτε δόθηκε καμιά εντολή για συγκάλυψη».

Ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος κίνησε την διαδικασία της ψήφου δυσπιστίας, κέρδισε την αίσθηση ότι αυτός – από την συνολική Αντιπολίτευση – ξεκούνησε τα πράγματα, ότι η Κυβέρνηση βγήκε πολιτικά τρανταγμένη. Ο Στέφανος Κασσελάκης ανέβασε κι άλλο τους τόνους, εκ Θηβών/Κέντρου Εκπαιδεύσεως Πυροβολικού, καλώντας τον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί και να οργανώσει εκλογές… με μετάκληση διεθνών παρατηρητών (κορύφωση ακόμη και για τις πιο ακραίες φάσεις αμφισβήτησης της εκλογικής διαδικασίας: μόνον Ευ. Αβέρωφ είχε αμφισβητήσει έτσι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης την εγκυρότητα της κάλπης). Η Ζωή Κωνσταντοπούλου έκανε και πάλι αισθητή την παρουσία της. Η Νέα Αριστερά θύμισε ότι δική της ήταν η αρχική ιδέα για ψήφο δυσπιστίας (αλλά δεν διέθετε τις αναγκαίες ψήφους να την δρομολογήσει). Και – στο κοντινό βάθος χρόνου, ούτε 100 μέρες! – η κάλπη των Ευρωεκλογών προβάλλει ως τελικός κριτής όλων, γι’ αυτήν την φάση των πολιτικών πραγμάτων.

Χαρακτηριστικά, και ενώ αναζητεί πρόσωπα για επαναστελέχωση του Μαξίμου («επιτελικού κράτους»), ο Πρωθυπουργός επέσπευσε Υπουργικό Συμβούλιο για προσδιορισμό του κατώτατου μισθού – πιο πάνω κι από το φράγμα των 830 ευρώ/μήνα; – ώστε να αλλάξει η ατζέντα «με κάτι πιο ουσιαστικό» (είναι η σχετική διαρροή). Θα δείξει. Πάντως το αληθινό ερώτημα είναι ποιος/πώς θα προσγειώσει την ένταση μετά την ψήφο δυσπιστίας;