Με στόχο να υπάρξει μία μετάθεση από τη διδακτέα ύλη στο περιεχόμενο, ξεκινά το φθινόπωρο σε Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία η εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών

Οικονομική Επιθεώρηση, Σεπτέμβριος 2022, τ.1022

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

του Απόστολου Λακασά

Εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών, δρομολόγηση των νέων βιβλίων, υλοποίηση του πολλαπλού βιβλίου, για πρώτη φορά αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σε συνδυασμό με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ανανέωση του προσωπικού μέσω των 8.500 διορισμών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, υιοθέτηση νέας φιλοσοφίας στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις του Λυκείου. Τα κεφάλαια αυτά αποτελούν το… βιβλίο της νέας εποχής που σχεδιάζει το Υπουργείο Παιδείας για το ελληνικό σχολείο, φιλοδοξώντας, όπως ορίζει το ίδιο, «να του αλλάξει τη φιλοσοφία και τον τρόπο λειτουργίας, υπέρ του μαθητή».

Ειδικότερα, η σχολική χρονιά 2022-2023 θα είναι η πρώτη κατά την οποία θα ολοκληρωθεί το πακέτο αλλαγών που έχει δρομολογήσει από τα προηγούμενα χρόνια η νυν πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) Γιάννης Αντωνίου εστίασε στην προκήρυξη των νέων βιβλίων που θα εφαρμόσουν τα νέα προγράμματα σπουδών. Ο λόγος για 318 τίτλους βιβλίων, οι οποίοι θα εμφανιστούν σε ψηφιακή μορφή το 2023 και στην παραδοσιακή χάρτινη το 2024. «Πρόκειται για πολύ δύσκολη διαδικασία τόσο από άποψη του περιεχομένου όσο και ως προς το νομικό της σκέλος», ανέφερε ο Γ. Αντωνίου.

Ωστόσο, παρατηρείται καθυστέρηση στην έκδοση των νέων βιβλίων, και γι’ αυτό τον λόγο θα συνεχιστεί η πιλοτική εφαρμογή των νέων προγραμμάτων σπουδών στα Πρότυπα και Πειραματικά Σχολεία, όπως το 2021-2022, αντί να γενικευθεί η εφαρμογή τους σε όλα τα σχολεία της χώρας. Μόνη εξαίρεση που μπορεί να γίνει είναι τα προγράμματα σπουδών των νηπιαγωγείων, που εξετάζεται να εφαρμοστούν σε όλα τα σχολεία καθώς δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύονται από καινούργια βιβλία.

Στόχος των νέων προγραμμάτων σπουδών είναι «να υπάρξει μία μετάθεση από τη διδακτέα ύλη στο περιεχόμενο, από το teaching στο learning για τους μαθητές», όπως ανέφερε μιλώντας στην Οικονομική Επιθεώρηση η Πολυξένη Μπίλλα, Σύμβουλος Α΄ στο Ινστιτούτο. «Σκοπός είναι να καταρτισθούν προγράμματα μαθητοκεντρικά, λειτουργικά και ανοικτά στην ανάδειξη διαχρονικών αξιών, τα οποία ενεργοποιούν τους μαθητές, έτσι ώστε να βιώσουν με αυθεντικό τρόπο την παιδική και εφηβική ζωή τους», ανέφερε το ΙΕΠ, περιγράφοντας τους άξονες του εγχειρήματος στις ομάδες που ανέλαβαν και ολοκλήρωσαν την κατάρτιση των νέων προγραμμάτων σπουδών.

Συγκεκριμένα, όπως ορίζει το ΙΕΠ, με την κατανόηση της φυσιογνωμίας κάθε γνωστικού αντικειμένου και τον προβληματισμό σχετικά με το πώς μαθαίνουν οι μαθητές και ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μαθητών κάθε φορά, επιδιώκεται οι εκπαιδευτικοί να:

– Δημιουργούν ένα υποστηρικτικό περιβάλλον μάθησης, ενθαρρύνοντας την ενεργό εμπλοκή των μαθητών

– Εστιάζουν στην οικειοποίηση βασικών γνώσεων, πάνω στις οποίες οικοδομούνται σταδιακά οι επιδιωκόμενες γνωστικές, μεταγνωστικές και άλλες δεξιότητες και ικανότητες, αξιοποιώντας τις αρχές της παιδαγωγικής ψυχολογίας και τη φυσιογνωμία των γνωστικών αντικειμένων

– Επιδιώκουν τη διασύνδεση της νέας γνώσης με τις προϋπάρχουσες γνώσεις των μαθητών μέσω πολλαπλών προσεγγίσεων ανάλογα με τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντά τους

– Υιοθετούν στρατηγικές διαφοροποιημένης διδασκαλίας και να αξιοποιούν εναλλακτικές πρακτικές, θεατρικές τεχνικές και ποικίλα διδακτικά εργαλεία και δημιουργικά παιχνίδια

– Χρησιμοποιούν κατάλληλα τις νέες τεχνολογίες στην καθημερινή διδακτική τους πρακτική, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής μάθησης και τα διαθέσιμα ψηφιακά εργαλεία.

Με την ίδια φιλοσοφία θα προκηρυχθούν νέα προγράμματα σπουδών περί το τέλος του 2022 και για την επαγγελματική εκπαίδευση.

«Σήμερα το ελληνικό σχολείο είναι “βιδωμένο” γύρω από το ένα και μοναδικό βιβλίο», τόνισε στην Οικονομική Επιθεώρηση ο Γ. Αντωνίου. Η εφαρμογή του πολλαπλού βιβλίου θα είναι μία ακόμη αλλαγή πάνω στην οποία επενδύει το ΙΕΠ. Δηλαδή, για κάθε πρόγραμμα σπουδών το ΙΕΠ θα εγκρίνει πάνω από ένα βιβλίο. Από αυτά κάθε διδάσκων θα επιλέγει ένα, αλλά τα υπόλοιπα θα μπορούν να χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά. Άλλωστε, η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες στην Ευρώπη με το σύστημα του ενός σχολικού εγχειριδίου.

Τα νέα βιβλία θα έχουν νέα δομή και αρκετές καινοτομίες. Ενδεικτικά, ο κώδικας γρήγορης απόκρισης (Quick Responce Code), που επιτρέπει την πρόσβαση στις ψηφιακές εφαρμογές, μπαίνει στα νέα σχολικά βιβλία που θα συγγραφούν. Μέσω της σάρωσής του οι μαθητές θα κατευθύνονται σε συμπληρωματικό ψηφιακό υλικό για ένα θέμα. Εκτιμάται πως σε ένα μέσο βιβλίο 150 σελίδων θα υπάρχουν 80 παραπομπές, καθώς έχει δοθεί οδηγία να υπάρχει μία παραπομπή σε ψηφιακό υλικό ανά δύο σελίδες. Κάθε βιβλίο θα διασυνδέεται με συμπληρωματικό ψηφιακό υλικό, το οποίο θα μπορεί να περιλαμβάνει εικόνες, κείμενα, αρχεία ήχου, βίντεο, podcast/broadcast, παρουσιάσεις, χάρτες, 3D χάρτες, παρτιτούρες, προσομοιώσεις, οπτικοποιήσεις, πειράματα, επιδείξεις, μοντελοποιήσεις, στατικές και δυναμικές αναπαραστάσεις δεδομένων, εκπαιδευτικά παιχνίδια, δραστηριότητες πρακτικής και εξάσκησης, ασκήσεις, τριδιάστατες εικονικές περιηγήσεις, εικονικά αντικείμενα επαυξημένης πραγματικότητας, ανοιχτές εκπαιδευτικές δραστηριότητες, εφαρμογές λογισμικού, ιστοσελίδες με εκπαιδευτικό περιεχόμενο που εξυπηρετεί συγκεκριμένο διδακτικό/μαθησιακό στόχο κ.ά.

Βέβαια, όπως σημείωσε στην Οικονομική Επιθεώρηση ο καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ Δημήτρης Χαραλάμπους, το 1989, η ΝΔ κατά την υπουργία του Γεώργιου Σουφλιά προέταξε την πολιτική του πολλαπλού βιβλίου, δηλαδή την πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού. Η πολιτική αυτή που προβλήθηκε από τη ΝΔ ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ το 1997. Το 2000 ο νέος υπουργός Παιδείας του ΠΑΣΟΚ Πέτρος Ευθυμίου ανέστειλε την πολιτική αυτή. Έκτοτε, η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου κυριάρχησε. Όταν είχε εφαρμοστεί η πολιτική του πολλαπλού βιβλίου παρατηρήθηκαν πιέσεις προς τους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν συγκεκριμένα βιβλία, με αποτέλεσμα το σύστημα να εμφανιστεί ευάλωτο σε πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις.

Κατά το νέο έτος η κατάρτιση των νέων προγραμμάτων σπουδών θα συνδυαστεί με επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο Παιδείας έχει εξαγγείλει «την υιοθέτηση ενός ευέλικτου και υποστηρικτικού συστήματος διαρκούς επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών με κέντρο την ενδοσχολική επιμόρφωση σε ομάδες σχολείων και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα νέα προγράμματα». Όπως τόνισε στην Οικονομική Επιθεώρηση ο Γ. Αντωνίου, όλο το επόμενο σχολικό έτος θα επιμορφωθούν περί τους 35.000 εκπαιδευτικούς. Ήδη, έχει γίνει η επιμόρφωση των στελεχών που θα αναλάβουν την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ενώ παράλληλα έως τα Χριστούγεννα θα αναρτηθούν ηλεκτρονικά μαθήματα επιμόρφωσης για όλους τους εκπαιδευτικούς στον ιστότοπο του ΙΕΠ. Στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών θα μετάσχουν και οι νέοι 800 Σχολικοί Σύμβουλοι, οι οποίοι θα επανέλθουν μετά την κατάργηση του θεσμού επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.

Η αξιολόγηση

Μεγάλο πολιτικό στοίχημα για το Υπουργείο Παιδείας και το ΙΕΠ είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Με την έναρξη του σχολικού έτους έχει δηλωθεί από την ηγεσία του Υπουργείου πως θα ξεκινήσει η ατομική αξιολόγηση των περίπου 150.000 εκπαιδευτικών, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά. Ωστόσο, υπάρχουν οξύτατες αντιδράσεις από τη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (ΔΟΕ) και την ΟΛΜΕ, όπως συνέβη και με την αξιολόγηση των σχολείων.

Η αξιολόγηση των περίπου 14.000 σχολείων ξεκίνησε το περασμένο σχολικό έτος μέσω πολιτικών αντεγκλήσεων. Ενδεικτικά, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ κατήγγειλαν τη διαδικασία ως γραφειοκρατική προσπάθεια κατηγοριοποίησης των σχολείων και ζήτησαν από τα μέλη τους να μην συμμετάσχουν. Μάλιστα, η ΔΟΕ έστειλε κείμενα φασόν προς τους συλλόγους διδασκόντων, ώστε με αυτά να απαντήσουν στη διαδικασία του ΙΕΠ. Τελικά, το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε ότι από το σύνολο των 14.000 σχολικών μονάδων το 99,2% εφάρμοσε τον νόμο περί αξιολόγησης, καταθέτοντας τα σχετικά έγγραφα στο ΙΕΠ. Μόλις το 0,8%, περίπου 100 σχολεία σε όλη τη χώρα, δεν το έκανε, η πλειονότητα των οποίων είναι νηπιαγωγεία και δημοτικά. Όμως, πόσο ουσιαστικές είναι οι απαντήσεις των σχολείων; Οι ομοσπονδίες τις αμφισβητούν, ενώ το ΙΕΠ έχει δεσμευθεί να παρουσιάσει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που έγιναν το 2021-2022 πριν από την έναρξη του νέου σχολικού έτους.

Μέσο αξιολόγησης των σχολείων και των καθηγητών θεωρεί η ΟΛΜΕ και την επέκταση της Τράπεζας Θεμάτων στις απολυτήριες εξετάσεις των μαθητών της Γ΄ Λυκείου. Κατά το σύστημα αυτό, στις εξετάσεις του Ιουνίου τα μισά θέματα επιλέγονται από τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν κάθε μάθημα στο σχολείο και τα άλλα μισά κληρώνονται από αποθετήριο θεμάτων. Οι μαθητές της νέας Γ΄ Λυκείου είναι οι ίδιοι που προήχθησαν μέσω της Τράπεζας Θεμάτων πέρυσι, όταν φοιτούσαν στη Β΄ Λυκείου. Η Τράπεζα Θεμάτων είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά το σχολικό έτος 2021-2022 στους μαθητές της Β΄ Λυκείου, μετά το 2014, όταν εφαρμόστηκε για μία και μοναδική φορά πριν καταργηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ.