Το κύμα ακρίβειας σε ΗΠΑ και Ευρώπη απειλεί να παρασύρει εύθραυστες πολιτικές και οικονομικές ισορροπίες, καθώς και να επηρεάσει την έκβαση των μαχών στην Ουκρανία και στο «μέτωπο» της περιβαλλοντικής κρίσης

Οικονομική Επιθεώρηση, Οκτώβριος 2022, τ.1023

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

του Χάρη Γ. Σαββίδη

Αρχικά ήταν οι διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα – μια παράπλευρη απώλεια των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας. Οι ελλείψεις που εμφανίστηκαν στον εφοδιασμό της αγοράς (πρωτίστως την περίοδο των Χριστουγέννων) δικαιολόγησαν κάποιες ανατιμήσεις, όπως και η αύξηση της ζήτησης για αγαθά, που οι άνθρωποι κατανάλωσαν περισσότερο την περίοδο του εγκλεισμού. Στη διάρκεια του 2021 η κανονικότητα επέστρεψε στις περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, πλην όμως οι διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα συνεχίζονταν, εξαιτίας και της κλιματικής κρίσης (για παράδειγμα, η ξηρασία στη νοτιοδυτική Κίνα περιόρισε την παραγωγή ρεύματος από υδροηλεκτρικά εργοστάσια και αναστάτωσε τη μεταφορά εμπορευμάτων διά του ποταμού Γιανγκτσέ). Ως αποτέλεσμα συνεχίζονταν (και συχνά εντείνονταν) οι πληθωριστικές πιέσεις.

Ο τιμάριθμος στην ελληνική αγορά, που την περίοδο της πανδημίας είχε υποχωρήσει σε αρνητικό έδαφος, επέστρεψε πάνω από το 1% τον Ιούλιο του 2021, άγγιξε το 2% τον Αύγουστο, ξεπέρασε το 3% τον Οκτώβριο και ολοκλήρωσε το έτος πάνω από το 5%. Τα σύννεφα του πολέμου μαζεύονταν ήδη στην Ουκρανία, πλην όμως ακόμα και στα τέλη Νοεμβρίου η τιμή του αργού πετρελαίου μόλις που ξεπερνούσε τα $65/βαρέλι. Η ρωσική εισβολή ήρθε να ανατρέψει τα δεδομένα, οδηγώντας την τιμή του πετρελαίου στα τέλη Ιουνίου πάνω από τα $120 (έκτοτε έχει υποχωρήσει 30%) και τριπλασιάζοντας εκείνη του φυσικού αερίου. Οι πληθωριστικές πιέσεις, που ήδη ευδοκιμούσαν στις Δυτικές οικονομίες, λογικό ήταν να πολλαπλασιαστούν. Έτσι, μετά από δεκαετίες, ο πληθωρισμός επέστρεψε σε διψήφιο επίπεδο.

Αυξήσεις μισθών

Οι τιμές συνέχισαν να «τρέχουν» με ετήσιο ρυθμό άνω του 10% καθ’ όλη την καλοκαιρινή περίοδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον Αύγουστο η τιμή του φυσικού αερίου ήταν 261,3% υψηλότερη απ’ ό,τι έναν χρόνο νωρίτερα. Μεγάλες ήταν οι αυξήσεις και σε πετρέλαιο (65,1%) και ηλεκτρισμό (38,5%), αλλά το κύμα ανατιμήσεων δεν σταματά στην ενέργεια: Ο δείκτης της στέγασης «έτρεχε» με 31,4%, της μεταφοράς με 16% και των τροφίμων με 13,2%. Τα λίπη & έλαια ανατιμήθηκαν 25,5%, το ψωμί 18,5%, τα γαλακτοκομικά 18%, τα κρέατα 17,1% – ακόμα και τα εισιτήρια κινηματογράφων ήταν αισθητά ακριβότερα (13,9%).

Πρόκειται δηλαδή για ένα κύμα ακρίβειας που σαρώνει πλήθος προϊόντων βασικής κατανάλωσης των νοικοκυριών, αναδιατάσσοντας οικογενειακούς προϋπολογισμούς και δαπάνες. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με έρευνα της Alco για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, μεταξύ των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα 1 στους 5 έχει μειώσει «πολύ» τις δαπάνες για βασικά είδη διατροφής και 1 στους 2 τις έχει μειώσει «αρκετά». Οι 2 στους 3 φοβούνται ότι «δύσκολα» (47%) ή και «καθόλου» (20%) θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες ακρίβειας και ενεργειακής κρίσης του χειμώνα.

Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ έρχονται να υποστηρίξουν τις ανησυχίες αυτές, καθώς οι Έλληνες εργαζόμενοι εκτιμάται ότι θα υποστούν φέτος τη μεγαλύτερη πραγματική μείωση μισθών μεταξύ των κρατών-μελών. Κι αυτό έρχεται, βέβαια, να προστεθεί σε μια μακρά πορεία απόκλισης, ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων που προκάλεσαν τα Μνημόνια: Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από το α΄ εξάμηνο του 2010 μέχρι το β΄ εξάμηνο του 2015 καταγράφηκε υποχώρηση σχεδόν 30%, ενώ ακόμα και σήμερα έχει ανακτηθεί λιγότερο από το μισό χαμένο έδαφος. Μετά από όλα αυτά, ακούγεται πολύ φυσιολογικό στην έρευνα της Alco το 63% των εργαζομένων να ζητά αύξηση μισθών για να αντιμετωπιστεί η ακρίβεια (έναντι 31% που ζητά μείωση έμμεσων φόρων και μόλις 3% που προτιμά την ενίσχυση μέσω επιδομάτων).

Η εμπειρία των ‘70s

Μπορεί η αύξηση των μισθών για να αντιμετωπιστεί το κύμα ακρίβειας να ακούγεται απολύτως λογική στους περισσότερους εργαζομένους, δεν ισχύει όμως το ίδιο και με τους οικονομολόγους. Έχοντας κατά νου τις διδαχές της νεοφιλελεύθερης σχολής που έχουν επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες και επικαλούμενοι την εμπειρία της δεκαετίας του ‘70, υποστηρίζουν (σε πανεπιστήμια, κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και χρηματοοικονομικούς ομίλους) ότι οι αυξήσεις των μισθών πολύ γρήγορα μεταφράζονται σε αυξήσεις τιμών από τις επιχειρήσεις, τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο του πληθωρισμού.

Ο Πολ Βόλκερ (1927-2019) ανέλαβε πρόεδρος της Fed το 1979 και παρέδωσε τη σκυτάλη στον Άλαν Γκρίνσπαν το 1987

Ειδικά οι κεντρικές τράπεζες θεωρούν εξαιρετικά σημαντική την αποφυγή ενός τέτοιου κύκλου – γι’ αυτό κι ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τους δείκτες πληθωριστικών προσδοκιών. Για να το αποφύγουν δεν θα διστάσουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) επί Πολ Βόλκερ (τέλη δεκαετίας 1970): Αύξησε το βασικό επιτόκιο στο 20% μέσα σε λίγους μήνες, για να «σκοτώσει» το «τέρας» του πληθωρισμού. Και κατάφερε ο τιμάριθμος να υποχωρήσει από το 10% στο 3% και να παραμείνει κάτω από το 5% για τα επόμενα 20 χρόνια.

Μεταφορά πλούτου

Ο δρόμος, λοιπόν, είναι γνωστός: Ήδη, μετά από διαδοχικές μεγάλες αυξήσεις (κατά 0,75 μονάδες), η Fed στα τέλη Σεπτεμβρίου οδήγησε το επιτόκιο πάνω από το 3% – για πρώτη φορά μετά από την κρίση της Lehman. Στην ΕΚΤ δηλώνουν αποφασισμένοι να ακολουθήσουν. Δεν πρόκειται, όμως, για έναν δρόμο χωρίς κινδύνους: Η απότομη αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει τις οικονομίες στην ύφεση, προτού καλά-καλά συνέλθουν από το πλήγμα της πανδημίας. Τα υψηλά επιτόκια θα «κοκκινίσουν» πλήθος δανείων ιδιωτών και θα απειλήσουν τα εύθραυστα δημοσιονομικά μεγέθη αναδυόμενων και αναπτυγμένων οικονομιών.

Άρα θα ήταν καλύτερο τα επιτόκια να αυξηθούν όσο γίνεται λιγότερο – και ως προς το ύψος και ως προς τη χρονική διάρκεια. Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε η συγκράτηση των αυξήσεων στους μισθούς. Έτσι δεν θα περάσουν οι ανατιμήσεις στο κόστος εργασίας και θα εξασθενήσει ο πληθωριστικός φαύλος κύκλος. Οι τιμές θα σταθεροποιηθούν σε μια νέα ισορροπία. Μόνο που σε αυτήν, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών σε Ευρώπη και ΗΠΑ θα έχει μειωθεί (και παράλληλα θα γίνονται πλουσιότεροι οι παραγωγοί πρώτων υλών – πρωτίστως ενέργειας).

Μια τέτοια εξέλιξη προφανώς και γεννά κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία στις δημοκρατίες μπορεί να μετατραπεί σε πολιτική δυσαρέσκεια, μέσω των εκλογών. Πρόκειται για μια τάση που ήδη αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα των γαλλικών εκλογών την άνοιξη αλλά και των ιταλικών προ εβδομάδων. Κερδισμένες είναι δυνάμεις που παλιότερα όλοι θεωρούσαν ακροδεξιές και σήμερα φλερτάρουν με τον τραμπισμό. Αν και στο επίκεντρο της ρητορικής τους είναι πρωτίστως το μεταναστευτικό, προτάσσουν και το θέμα της «ακρίβειας». Το πιθανότερο, όμως, είναι να εστιάζουν όλο και λιγότερο στην αύξηση των μισθών και όλο και περισσότερο στην κριτική των τραπεζών και των υψηλών επιτοκίων.

Ο χορός των τεράτων

Εκείνο που περιπλέκει την κατάσταση είναι μια άλλη πρόταση, που ίσως σε αυτές τις συνθήκες κερδίσει έδαφος: να αρθούν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Όσο θα προελαύνει το κύμα ακρίβειας στους λογαριασμούς της ενέργειας με τα εισοδήματα παγωμένα, τόσο πιο ελκυστικές θα ακούγονται οι φωνές υπέρ ενός συμβιβασμού με τον Πούτιν. Κρίσιμος παράγοντας στο σημείο αυτό είναι προφανώς η πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Όσο παρατείνεται η σημερινή κατάσταση, τόσο η ρωσική πλευρά ελπίζει ότι θα βρει συμμάχους μεταξύ των Ευρωπαίων. Πολλοί επίδοξοι βρίσκονται, άλλωστε, στα κόμματα του τραμπικού τόξου, που ενισχύονται.

Ο «πόλεμος» με το «τέρας» του πληθωρισμού θα μπορούσε έτσι να αποδειχθεί καθοριστικός για τον πόλεμο που έχουν κηρύξει ΗΠΑ και Ευρώπη κατά του «τέρατος» του ολοκληρωτισμού. Εξίσου κομβικό ρόλο ενδέχεται δε να παίξει και στον άλλο μεγάλο πόλεμο που έχουν ξεκινήσει, κατά του «τέρατος» της περιβαλλοντικής κρίσης. Η επιστροφή στα ορυκτά καύσιμα ίσως καθυστερήσει την πράσινη μετάβαση, την ώρα που οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι δεν υπάρχει στιγμή για χάσιμο. Και η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών συχνά συνεπάγεται υψηλότερο κόστος, το οποίο γίνεται δυσκολότερα αποδεκτό όταν το πραγματικό εισόδημα μειώνεται. Κάπως έτσι θα μπορούσε η προσπάθεια να καταβληθεί το ένα “τέρας” (του πληθωρισμού) να οδηγήσει σε ζωτικής σημασίας ήττες στις μάχες με τα δύο μεγαλύτερα, του ολοκληρωτισμού και της περιβαλλοντικής καταστροφής.

Με τον «χορό των τεράτων» να μαίνεται στο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μια νέα «σεζόν», που μεταξύ άλλων είναι και προεκλογική. Η Οικονομική απευθύνθηκε σε εκπροσώπους παραγωγικών φορέων και τους ζήτησε να καταθέσουν την άποψή τους για τη συγκυρία, τις εντεινόμενες πληθωριστικές πιέσεις και την πορεία που θα ακολουθηθεί.